Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας παραμένει ἀναλλοίωτη μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ πλημμυρίζει τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ὅπου γῆς, αὐτῶν ποὺ ὁμολογοῦν Χριστὸν «καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον»[1]. Ἡ χαρὰ αὐτὴ δὲν κρύβεται καὶ μεταδίδεται ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο μὲ τὸν χαιρετισμὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ τὸν ἀντιχαιρετισμὸ «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος». Μὲ τὸν χαιρετισμὸ αὐτὸ ὄχι μόνο τὴν Πασχαλινὴ περίοδο, ἀλλὰ ὅλο τὸν χρόνο ἀπευθυνόταν στοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ ὁ μεγάλος ἀσκητὴς τοῦ βορά, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νὰ λέει: «Χριστὸς Ἀνέστη, χαρά μου»[2].
Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι τυπικός, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως, ἀφοῦ «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται ματαία ἡ πίστις ὑμῶν» [3], ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ λύσα προσπάθησαν πολλοὶ μέσα στοὺς αἰῶνες νὰ διαστρεβλώσουν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐφεύρουν δῆθεν ἐπιχειρήματα λογικοφανῆ μὲ τὰ ὁποῖα νὰ καταρρίπτεται ἡ ἀλήθεια ἡ Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, δηλαδὴ ἡ βάση τῆς πίστεώς μας. Ἡ δύναμη ποὺ περικλείουν αὐτὲς οἱ δύο λέξεις ὁμοιάζουν μὲ ἀτομικὴ βόμβα, ποὺ καταστρέφει κάθε τι τὸ εἰδωλικό, τὸ ψεύτικο, τὸ πρόσκαιρο καὶ μεταμορφώνει τὸ σύμπαν σὲ ἕνα κόσμο πνευματικό, ὁλοκληρωμένο, τέλειο.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ περιστατικό, τὸ ὁποῖο διηγεῖται ἕνας δημοσιογράφος μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση τοῦ 1917 στὴν Ρωσία. Σὲ μαζικὲς συγκεντρώσεις οἱ διδάσκαλοι τοῦ ὑλισμοῦ ἀνέπτυσσαν τὶς ἰδέες τους, γιὰ νὰ πείσουν τὰ πλήθη καὶ φυσικὰ καταφέρονταν ἐναντίον τῆς πίστεως. Στὸ τέλος αὐτῶν τῶν μονολόγων δημιουργοῦσαν τεχνιτὴ συζήτηση, γιὰ νὰ δημιουργήσουν τὴν ἐντύπωση τοῦ διαλόγου. Σὲ μία τέτοια συζήτηση ζήτησε τὸν λόγο νὰ ὁμιλήσει ἕνας ἱερέας μὲ φθαρμένο ράσο καὶ γηρασμένος ἀπὸ τὰ βάσανα. Τοῦ ζητήθηκε νὰ εἶναι σύντομος. Καὶ ἐκεῖνος ἀνεβαίνοντας στὸ βῆμα μὲ βροντερὴ φωνή, ποὺ φανέρωνε δύναμη καρδιᾶς εἶπε: «Ἀδέλφια, Χριστὸς Ἀνέστη»! Τότε ὅλο τὸ σιωπηλὸ πλῆθος ἀναφώνησε δυνατά: «Ἀληθῶς Ἀνέστη»! [4] Τὸ σπέρμα τῆς Ἀνάστάσεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ κρυβόταν στὶς δύο αὐτὲς λέξεις εἶχε τὴν δύναμη νὰ διαλύσει τὶς κοσμοθεωρίες τῶν τρομοκρατῶν διδασκάλων, ὅπως ἄλλαξε καὶ τὴν ροὴ τῆς ἱστορίας. Φυσικὰ τὸν ἱερέα αὐτὸν κανεὶς δὲν τὸν ξαναεῖδε. Μᾶλλον ἔγινε μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας προϋποθέτει τὸν θάνατό του καὶ καταδεικνύει ὅτι ὑπάρχει πράγματι Θεός, ὁ κύριος «ζώντων καὶ νεκρῶν» [5]. Γι’ αὐτὸ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικὲς αὐτὲς ἀλήθειες. Τὰ πυρὰ αὐτὰ μέσα ἀπὸ τρία ἐρωτήματα τὰ σβήνουν τρεῖς βρύσες ἀληθείας, τρεῖς βρύσες ποὺ μὲ τὰ καθάρια νερά τους διαλύουν τὰ ψεύδη, ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνουν ὅτι ὁ Χριστός μας πέθανε στὸν Σταυρό, ἐμφανίσθηκε στοὺς μαθητές του μετὰ τὴν ἀνάστασή του καὶ ὁ τάφος του βρέθηκε κενός.
Στὸ πρῶτο ἐρώτημα ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.
* Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.
* Σήκωσε τὸν Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸν δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.

* Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» [6], δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [7] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» [8], δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν ὅμως οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» [9]. Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ὰς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β΄ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι,οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [10] Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸν Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» [11]. Καὶ ἂν ὅμως δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸν Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του. Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» [12]. Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» [13], σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε ὅμως σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές; Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;
Μπαίνει τώρα τὸ δεύτερο ἐρώτημα. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές; Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη. Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους.
Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται»! [14]. Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸν δύσπιστο Θωμᾶ, τὸν διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’ ἅπαξ» [15], τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στο μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» [16], καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» [17]. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [18] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» [19], χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» [20], δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» [21] αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» [22].
Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Φωτός
Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ἔλαβε χώρα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Τάφο τοῦ Ἰησοῦ ὅταν ἡ Ἀνάστασή Του συνοδεύθηκε ἀπὸ ἕνα ἄπλετο φῶς ἀσύγκριτης φωτεινότητος. Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη διαβάζουμε ὅτι «Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον» [23]. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε στὸν Τάφο πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, δηλαδὴ νύχτα. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν «λίθον ἠρμένον», δηλαδὴ ἀπομακρυσμένο, ἔτρεξε νὰ τὸ ἀνακοινώσει στὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὴν ἀκολουθοῦσαν. Ὁ Ἰωάννης, μὲ τὸ νεανικό του σφρῖγος τρέχοντας τότε πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν ὥριμο Πέτρο ἔφθασε πρῶτος στὸ μνῆμα. Δὲν μπῆκε ὅμως ἀλλὰ «παρακύψας» [24], ἀφοῦ ἔσκυψε, εἶδε τὰ ὀθόνια κατὰ γῆς ριγμένα. Μέσα στὸν Τάφο μπῆκε ὁ Πέτρος ποὺ ἔτρεχε πίσω του μὲ ἀγωνία. Πῶς ὅμως ἐνῶ ἐπικρατοῦσε βαθὺ σκοτάδι κατάφεραν ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος νὰ δοῦν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ τάφου καὶ τὰ ὀθόνια ποὺ εἶχαν περιτυλίξει τὸν Ἰησοῦ; Καὶ ἰδίως ὁ Ἰωάννης ποὺ δὲν εἰσῆλθε στὸν Τάφο;
Τὴν ἀπάντηση δίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ ἔργο του «Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπου ἀναφέρει ὅτι ὅσοι ἐκείνη τὴν νύκτα ἀκολούθησαν τὸν Πέτρο πίστεψαν στὴν Ἀνάσταση, γιατὶ ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶχε γεμίσει ἀπὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο ἦταν ὁρατὸ καὶ πνευματικῶς, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν φυσικῶν αἰσθήσεων [25].
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπισημαίνει ὁμοίως ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐξεπλάγη ὅταν ἀντίκρυσε τὸ Φῶς μέσα στὸν Τάφο. Γράφει στὸ Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τοῦ πλ. δ΄ ἤχου: «Καὶ δρομαῖος ὁ Πέτρος ἐπέστη τῷ μνήματι καὶ τὸ Φῶς ἐν τῷ τάφῳ ὁρῶν κατεπλήττετο» [26].
Ὁ ἴδιος Ἅγιος στὸ ἔργο του «Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Σάββατον» [27] ἀναφέρει ὅτι τὸ Φῶς ποὺ ἐξέλαμψε στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ ἐκείνη τὴν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως ἦταν τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ θάμπωσε τοὺς πρόκριτους τῶν Μαθητῶν κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μας στὸ Θαβώρ, ποὺ εἶδε ὁ Παῦλος στὴν πορεία του πρὸς τὴν Δαμασκὸ καὶ ποὺ φωτίσε σὰν πύρινες γλῶσσες τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτὸ τὸ ἄκτιστο Φῶς κάθε Μεγάλο Σάββατο ἀνάβει τὴν ἀκοίμητη κανδήλα τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τὶς δεσμίδες τῶν κεριῶν τοῦ Ὀρθόδοξου Πατριάρχη. Ποιὸ εἶναι τὸ θαῦμα; Μά, τὸ ὅτι τὸ ἀδιόρατο καὶ ἄκτιστο Φῶς, ὁ σπινθηρισμὸς ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο γίνεται κτιστὸ καὶ ἡ φλόγα του ἀνάβει τὰ κεριά, τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ ἀγγίξουμε, ἀφοῦ ὡς ἄκτιστο Φῶς δὲν καίει ἐνῶ ὅταν γίνει κτιστὸ καίει. Τὸ ἄκτιστὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὁρατὸ καὶ σήμερα ἀπὸ πολλοὺς παρισταμένους στὴν τελετὴ τῆς ἁφῆς του. Ὁ ὁσιολογιώτατος μοναχός, π. Σεραφεὶμ Σαββαΐτης,[28] σημειώνει ὅτι, «τὸ ἄκτιστο Φῶς ὁρᾶται βεβαίως κατ’ ἐξοχὴν ἀπὸ τοὺς τελείους, ἐπιτρέπει ὅμως ὁ Θεὸς μερικὴ ἐποπτία καὶ σὲ μὴ τελείους, ἀκόμη καὶ σὲ ἀπίστους, προκειμένου νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν σωτηρία».
Ὁ ἱστορικὸς τῆς Ἐκκλησίας Εὐσέβιος τὸν τέταρτο αἰῶνα [29] ἀναφέρει ὅτι ἐπὶ Πατριάρχου Ναρκίσσου τὸν δεύτερο αἰῶνα δὲν ὑπῆρχε ἐπάρκεια ἐλαίου στὸ λυχνάρι τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναστάσεως καὶ κάποιος ἄνδρας τὸ γέμισε μὲ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλωάμ. Κατὰ θαυμαστό, ὅμως, τρόπο τὸ λυχνάρι ἄναψε καὶ παρέμεινε ἀναμένο σὲ ὅλη τὴν Πασχαλιάτικη Λειτουργία.
Ὁ Lατῖνος μοναχός Barnard τὸ ἔτος 865 γράφει [30]: « Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει τὸ Μεγάλο Σάββατο, τὴν Παραμονὴ τοῦ Πάσχα. Τὸ πρωῒ ἀρχίζει «Λειτουργία μέσα στὴν Ἐκκλησία αὐτή. Μετά, ὅταν τελειώσει, μπαίνουν ψάλλοντας τὸ «Κύριε ἐλέησον», μέχρι νὰ ἔλθει Ἄγγελος καὶ νὰ ἀνάψει μὲ φῶς τὰ κανδήλια ποὺ κρέμονται πάνω ἀπὸ τὸν Τάφο. Ὁ Πατριάρχης μεταδίδει αὐτὸ τὸ φῶς στοὺς Ἐπισκόπους καὶ στὸν ὑπόλοιπο λαὸ καὶ ὁ καθένας ἔχει φῶς ἐκεῖ ποὺ στέκεται».
Ἕνας κληρικὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, ὁ Νικήτας, τὸ 947 ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν αὐτοκράτορα διηγούμενος τὴν ἀπόπειρα ἑνὸς ἐξοργισμένου Ἐμίρη νὰ δώσει τέλος στὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτός, καθὼς ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Αὐξέντιος Φωτικῆς. Ὁ Ἐμίρης ζήτησε ἀπαιτητικὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη μὲ τὴν ἀπειλὴ ἀπαγορεύσεως τοῦ λαϊκοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν καταβολὴ 7000 χρυσῶν νομισμάτων καὶ τὸν περιόρισε στὸ Πραιτώριο. Τὰ χρήματα αὐτὰ δὲν θὰ καταβάλλονταν ἂν δὲν εἶχαν παραδοθεῖ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς του 2000 καὶ δὲν εἶχαν ἐγγυηθεῖ τὴν καταβολὴ τῶν ὑπολοίπων 5000. Ὅση ὥρα παρέμενε ὁ Πατριάρχης φρουρούμενος στὸ Πραιτώριο ὁ Θεὸς τῶν θαυμάτων γέμισε δύο ἀπὸ τὰ καντήλια τοῦ τριπλοκάνδηλου τῆς Ἁγίας Ἀποκαθηλώσεως. Ὅταν τὰ νέα ἔφθασαν στὸ Πραιτώριο Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι ἔτρεξαν στὸν Ναὸ καὶ συνωστίζονταν γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸ θαῦμα. Οἱ Μουσουλμάνοι, ὅμως, πῆγαν μὲ σκοπὸ νὰ κατασφάξουν κάθε Χριστιανὸ ποὺ κρατοῦσε ἀναμμένο φανάρι. Σὲ λίγο ἔφτασε ὁ Πατριάρχης, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὴν Κλῆρο, καί, ἔχοντας διαπιστώσει πῶς δὲν εἶχε μέχρι στιγμῆς λάβει χώρα ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Φωτός, μὲ τὴν βοήθεια τῶν Μουσουλμάνων κανόνισε νὰ σφραγισθεῖ τὸ Ἅγιο Κουβούκλιο, καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανούς.
Περὶ τὴν ἕκτη ὥρα, ἔχοντας προσηλωμένο τὸ βλέμμα του στὸν Πανάγιο Τάφο, εἶδε τὴν ὑπερφυσικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Φωτός. Μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Κουβούκλιο, τοῦ ὁποίου τὴν εἴσοδο τοῦ τὴν ἔδειχνε ἕνας Ἄγγελος. Τὴν στιγμὴ ποὺ πῆγε νὰ πάρει ἕνα κερί, γιὰ νὰ μεταδώσει τὴν οὐράνια φλόγα σὲ ὅλους ὅσοι ἦταν μέσα στὸν Ναὸ κρατώντας δᾶδες, δὲν εἶχε προλάβει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν Τάφο, ὅταν εἶδε τὸν Ναὸ νὰ πλημμυρίζει ξαφνικὰ μὲ ἕνα οὐράνιο φῶς. Οἱ πιστοὶ στέκονταν ἀριστερὰ καὶ δεξιά, κάποιοι ἦσαν κοντὰ στὴν θύρα, ἄλλοι κοντὰ στὸν Γολγοθᾶ, ἄλλοι κοντὰ στὴν σταυρόμορφη ἁλυσίδα ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὴν ὀροφὴ καὶ τριγύρω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν κρεμασμένα τὰ καντήλια τους, ἡ ἁλυσίδα, δηλαδή, ποὺ εἶναι γιὰ νὰ ἀντιπροσωπεύει τὸ κέντρο τοῦ κόσμου καὶ ποὺ εἶναι ἐκεῖ ὡς σημεῖο, ὤστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ θαυμάζουν τὸ φαινόμενο τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς. Οἱ ἴδιοι οἱ Μουσουλμάνοι γέμισαν μὲ θαυμασμό, ἀφοῦ μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Φωτὸς κατ’ ἔτος συνέβαινε μόνο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κανδήλια μέσα στὸ Ἅγιο Κουβούκλιο, ἐνῶ τὴν ἡμέρα αὐτή, ὁλόκληρος ὁ Ναὸς εἶχε γεμίσει μὲ φῶς. Ὁ ἐμίρης, ποὺ παρακολουθοῦσε ἀπὸ κάποιο ὑψηλότερο σημεῖο, ἔγινε μάρτυρας ἑνὸς ἀκόμη μεγαλύτερου θαύματος. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ κανδήλια, αὐτὸ ποὺ κρεμόταν ἀκριβῶς μπροστά του, ἀφοῦ ἄφησε νὰ χυθεῖ τὸ λάδι καὶ τὸ νερὸ ποὺ περιεῖχε, ξαφνικὰ γέμισε μὲ τὸ θεϊκὸ πῦρ, παρ’ ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον κανένα φυτίλι μέσα του».
Ὁ Μουσουλμάνος ἱστορικὸς Al Biruni ἀναφέρει ὅτι τὸ ἔτος 1000 ἕνας κυβερνήτης εἶχε φέρει μαζί του ἕνα κομμάτι ἀπὸ χάλκινο σύρμα ἀντὶ γιὰ φυτίλι, γιὰ νὰ μὴν μπορέσει νὰ ἀνάψει καὶ νὰ φανεῖ ἔτσι ἡ ἀποτυχία τοῦ φαινομένου τοῦ Ἁγίου Φωτός. Ὅμως, κατέβηκε τὸ πῦρ καὶ ὁ χαλκὸς πῆρε φωτιὰ καὶ κατέπληξε τόσο αὐτὸν ὅσο καὶ ὅλους τοὺς γύρω του [31].
Ὁ Πάπας Οὐρβανὸς σὲ γραπτὴ σωζόμενη ὁμιλία του πρὶν τὶς Στατυροφορίες, στὴν πόλη Κλερμὸν τὸ 1095 ἀναφέρει ὅτι «θὰ ἦταν πολυπόθητος καὶ ἀσύγκριτος ὁ τόπος ταφῆς τοῦ Κυρίου, ἀκόμη καὶ ἂν ὁ Θεὸς παρέλειπε νὰ τελέσει ἐκεῖ τὸ ἐτήσιο θαῦμα του. Γιατὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους του ὅλα τὰ φῶτα μέσα στὸ Ἅγιο Κουβούκλιο καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Ναό, τὰ ὁποῖα ἔχουν σβησθεῖ ἀνάβουν ξανὰ μὲ θεϊκὴ προσταγή. Ποιὰ καρδιά, ἀδελφοί μου, εἶναι τόσο πέτρινη ὥστε νὰ μὴν ἀγγίζεται ἀπὸ ἕνα τέτοι θαῦμα;» [32]
Ὁ Ἄγγλος χρονικογράφος Gautier Vinisauf περιγράφει ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Φωτὸς τὸ 1187. Τότε οἱ Σαρακηνοὶ μὲ τὸν Σουλτάνο Salah ad-Din πῆραν τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὴν χρονιὰ ἐκείνη ὁ Σουλτάνος θέλησε νὰ παρευρεθεῖ στὸν ἑορτασμό, ἂν καὶ δὲν ἦταν Χριστιανός. Ὁ χρονικογράφος περιγράφει ὅτι «κατὰ τὴν ἄφιξη του, τὸ Ἅγιο Φῶς κατέβηκε αἰφνιδιαστικὰ καὶ οἱ ἐπιτελεῖς του ταράχθηκαν πολύ. Οἱ Σαρακηνοὶ βλέποντας τὸ φαινόμενο εἶπαν πῶς ἡ φωτιὰ ποὺ εἶχαν δεῖ νὰ κατεβαίνει εἶχε παραχθεῖ μὲ ἀπατηλὰ μέσα. Ὁ Salah ad-Din ἐπιθυμώντας νὰ ξεσκεπάσει τὴν ἀπάτη ἔκανε τὸ κανδήλι ποὺ εἶχε ἀνάψει μὲ οὐράνιο πῦρ νὰ σβύσει, ὅμως, αὐτὸ ἄναψε πάλιν ἀμέσως. Τὸ ἔσβυσε γιὰ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ, ἀλλὰ ἐκεῖνο ἄναβε μόνο του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Σουλτάνος κατασυγχυσμένος φώναξε μὲ προφητικὸ παραλήρημα: «Ἐ, Ναί, ἢ σύντομα θὰ πεθάνω ἢ θὰ χάσω τὴν Ἱερουσαλήμ»! [33]
Ὁ Ἅγιος Ἐμίρης Τοῦνομ
Ὁ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς, ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ, ὁ Ἱεροσολυμίτης, εἶναι ὁ Μάρτυρας τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, ὅπως ὁ εὐγνώμων Ληστής, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ «μνήσθητί μου» κέρδισε τὴν συμπάθεια τοῦ Ἐσταυρωμένου Κύριου καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει ὁ πρῶτος κάτοικος τοῦ Παραδείσου [34]. Τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1547, ὅταν Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Σωφρόνιος ὁ Β΄ καὶ Σουλτάνος ὁ Μουρὰτ ὁ Δ΄, οἱ Ἀρμένιοι αἱρετικοί, ποὺ ἀπὸ χρόνια ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὰ πανάγια προσκυνήματα καὶ μάλιστα τὸν Πανάγιο Τάφο καθὼς καὶ νὰ λάβουν αὐτοὶ τὸ Ἅγιο Φῶς, δωροδόκησαν τὸν Τοῦρκο διοικητή, ποὺ ἔδωσε διαταγὴ νὰ παραμείνουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκτὸς τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως τὸ Μέγα Σάββατο κατὰ τὴν τελετὴ ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός!
Ἡ διαταγὴ αὐτὴ ἔφερε μεγάλη λύπη στοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ συνέρρευσαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ δοῦν τὸ θαῦμα. Ὅλοι περίμεναν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ προσεύχονταν μὲ θέρμη στὸν Θεό, νὰ τοὺς δώσει τὸ Ἅγιο Φῶς καὶ νὰ δώσει διέξοδο στὴν κρίση. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὸν διπλανὸ μιναρέ, ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ, παρακολουθοῦσε μὲ περιέργεια τὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων.
Ὅταν, λοιπόν, οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὸν Πατριάρχη προσεύχονταν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, τὸ πρωῒ ἐκεῖνο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ 1547, τὸ Ἅγιο Φῶς ξεπήδησε ἀπὸ τὴν κολώνα τῆς εἰσόδου τοῦ Ναοῦ, ἡ ὁποία ἀπὸ τότε εἶναι ἀνοιγμένη καὶ καπνισμένη! Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι ἄναψαν τὶς λαμπάδες τους, ἐνῶ οἱ Ἀρμένιοι ἔφυγαν ντροπιασμένοι καὶ δὲν τόλμησαν ἔκτοτε νὰ ἀξιώσουν τὸ προνόμιο αὐτό.
Ὁ μουσουλμάνος Ἐμίρης Τοῦνομ, ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα μπροστὰ στὰ μάτια τόσων ἀνθρώπων, ἔμεινε ἔκθαμβος καὶ φωνάζοντας «Μεγάλη ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν! Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Πιστεύω στὸν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν Χριστὸ καὶ τὸν προσκυνῶ ὡς Θεό μου», πήδησε ἀπὸ τὴν χαρά του ἀπὸ τὸν μιναρὲ χωρὶς νὰ πάθει τὸ παραμικρὸ κάταγμα. Ἡ ὁμολογία του, ὅμως, αὐτὴ θεωρήθηκε προδοσία ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους ποὺ ἦταν στὸ τζαμὶ καὶ ὁρμώντας ἐπάνω του τὸν κατακρεούργησαν καὶ τοῦ ἀπέκοψαν τὸ κεφάλι. Αὐτὰ ἄλλωστε ὁρίζει καὶ ὁ ἰσλαμικὸς νόμος! Ἔτσι, ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ ἔγινε Μάρτυρας Χριστοῦ, Μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ εὐλάβεια μάζεψαν τὰ λείψανά του καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς Μάρτυρος, αὐτὰ ποὺ σήμερα σώζονται στὸ Μοναστηριακὸ καθίδρυμα τῆς Ὁσίας Μελάνης στὰ Ἱεροσόλυμα στὸ ὄνομα τῆς Μεγάλης Παναγίας[35].
[1] Α΄ Κορ. β΄ 2.
[2] Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Ἀναστάσιμη Λειτουργία στὸ κατεχόμενο Μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, Περιοδικὸ «Ἐνατενίσεις» Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κύκκου καὶ Τηλλυρίας, τεῦχος 7, σελὶς 9, Ἰανουάριος -Ἀπρίλιος 2009.
[3] Α΄ Κορ. ιε΄ 17.
[4] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἰστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».
[5] Ῥωμ. ιδ΄ 9.
[6] Ἡσ. μγ΄ 2.
[7] Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.
[8] Ἰωάν, ιθ΄ 32.
[9] Ἰωάν. ιθ΄ 33-34.
[10] Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..
[11] Μᾶρκ. ιε΄ 44.
[12] Ἰωάν. ιθ΄ 40.
[13] Ἰωάν. ιθ΄ 39.
[14] Λουκ. κδ΄ 25.
[15] Α΄ Κορ. ιε΄ 6.
[16] Ἰωάν. κ΄ 27.
[17] Ἰωάν. κδ΄ 42.
[18] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».
[19] Ἰωάν. κ΄ 5.
[20] Ἰωάν. κ΄ 7.
[21] Πράξ. γ΄ 1.
[22] Α΄ Κορ. ιε΄ 20.
[23] Ἰωάν. κ΄ 1.
[24] Ἰωάν. κ΄ 5.
[25] «Ἰδόντες οἱ περὶ τὸν Πέτρον ἐπίστευσαν… πλήρης γὰρ ἦν ὁ Τάφος φωτός, ὥστε καὶ νυκτὸς οὔσης ἔτι, διπλῶς θεάσασθαι τὰ ἔνδον. καὶ αἰσθητῶν καὶ πνευματικῶς» (Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ημῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος β΄ PG τόμος 46, στήλη 636d).
[26] Παρακλητική, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελὶς 349, Ἀθῆναι 1992.
[27] Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Σάββατον (Homilia in sabbatum sanctum, PG, τόμος 96, στήλη 628.
[28] Σεραφεὶμ Σαββαΐτης, εἰς Πρόλογον βιβλίου, Χαράλαμπου Σκαρλακίδη, «Ἅγιον Φῶς, τὸ θαῦμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ», ἐκδόσεις Ἑλαία, 2010.
[29] Εὐσέβιος Παμφυλίας, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, Βιβλίο στ΄ κεφάλαιο 9, 1-3.
[30] Mabilon, Acta Sancta, Tόμος ΙΙΙ, P II, Σελὶς 473, (Σχετ. Ἐπίσκοπος Αὐξέντιος Φωτικῆς, Τὸ Πασχάλιον πῦρ στὴν Ἱερουσαλήμ, Μιὰ μελέτη τῆς τελετῆς τοῦ Ἁγίου Φωτὸς στὸ Ναὸ τοῦ Παναγίου Τάφου).
[31] Κrachkofsky I, Holy Fire, (Ἅγιον Φῶς), σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Al Biruni καὶ ἄλλων Μουσουλμάνων συγγραφέων τοῦ 10ου-13ου αἰῶνος τῆς Χριστιανικῆς ἀνατολῆς, τόμος 3ος, ἔκδοση 3η, 191 στὰ Ρωσικά. Χρονολόγιου τοῦ Μουσουλμάνου λογίου Al Biruni (973-1048). Al Biruni, in th garden of science, Reklam – Leipzig 1991, Ἀγγλικὴ μετάφραση.
[32] Baldricus in Gesta Dei per Francos, σελὶς 87.
[33] Hvidt N.C. Miracles – Encounters Between Heaven and Earth, Gyldendal, σελίδες 203-229.
[34] Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Ἀκολουθία τοῦ Μάρτυρος Ἐμίρη Τοῦνομ, τοῦ Ἱεροσολυμίτου, Ἀθῆναι 2004.
[35] Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἐμίρη Τοῦνομ, τοῦ Ἱεροσολυμίτου, σελίς 22, Ἀθῆναι 2004.