Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
Γιορτάζουμε τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τοῦ «ΟΧΙ», τρία γράμματα, μία ἐλαχιστότατη λέξη ποὺ περικλείει μέσα της τὸ μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας! Μὲ τὰ «ΟΧΙ» ἀνήλθαμε στὶς κορυφὲς τῆς δόξας!! Μὲ τὰ «ΝΑΙ» καὶ τὶς προδοσίες τῶν διαχρονικῶν Νενέκων ποὺ κυβερνοῦν τὸν τόπο, καταντήσαμε περίγελως τῆς Οἰκουμένης. Σεργιανίζουν ἀμέριμνα τὰ καράβια τῶν Μωχαμετάνων στὸ Αἰγαῖο καὶ ἀναπολοῦμε τοὺς Κανάρηδες καὶ τοὺς Κουντουριώτηδες ποὺ ἔστελναν τὶς ναυαρχίδες τους στὸν πάτο τῆς γαλανόλευκης πατρίδας μας. Οἱ τρομεροὶ ναυμάχοι μας δὲν γνώριζαν ἀπὸ «ἐπακουμβήσεις» καὶ λοιπὲς κουτοπονηριὲς ποὺ ἐπινοοῦν οἱ τζιτζιφιόγκοι τοῦ κατευνασμοῦ, ἀλλὰ τίναζαν στὸν ἀέρα τὶς φρεγάτες τῶν θρασύδειλων Τούρκων.
Θα ξεδιπλωθοῦν καὶ οἱ σημαῖες στὰ μπαλκόνια τῶν σπιτιῶν-ὅσων καίγονται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ ἱερὸ σύμβολο τοῦ Ἔθνους μας καὶ ὄχι ὅσων τὶς καῖνε- θὰ ἀκούσουμε καὶ τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο, ποὺ δὲν εἶναι ὕμνος εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν». Γιὰ τὸν ἐθνικό μας ποιητὴ εἶναι ἀξεδιάλυτα-ἕνα αὐτὰ τὰ δύο. Καὶ λέγεται πώς, ὅταν τὸ 1826 ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς Ἀγγλίας, Κάνιγκ, διάβασε τὸν Ὕμνο τοῦ Σολωμοῦ, συγκλονίστηκε καὶ συνέταξε τὸ Πρωτόκολλο μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνώριζε τὸν αἱμόφυρτο τόπο μας ὡς κράτος. Γιατί
οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου συναγάγουν συμπεράσματα γιὰ τὴν πολιτική τους, ὄχι μὲ κριτήριο τὴν «ἑτοιμότητα ὑποκλίσεων καὶ …ἐπακουμβήσεων», ἀλλὰ μὲ κριτήριο τὴν ἀποφασιστικότητα τῶν λαῶν καὶ τῶν κυβερνήσεών τους, νὰ ὑπερασπίσουν τὴν ἐθνική τους ἀξιοπρέπεια μὲ θυσίες καὶ μὲ τὸ αἷμα τους, ἂν χρειαστεῖ!
Τὸ ’40 νικήσαμε γιατί ὁ λαὸς καὶ οἱ μαχητὲς του μέθυσαν μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ’21. Γιατί ἔβλεπαν τὴν Παναγία νὰ περπατᾶ πάνω στὰ χιόνια, γιατί ντρέπονταν νὰ ντροπιαστοῦν!
Διασώζει ὁ συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στὸ βιβλίο του «Τὸ περιβόλι τῶν θεῶν», (σ. 13), κάτι ἐκπληκτικό. Περιγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰωάννη Μεταξὰ στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» καὶ τὴν στιχομυθία μὲ πληγωμένο στρατιώτη:
«-Ποῦ πληγώθηκες ἐσύ, παιδί μου;
-Στὸ Ἰβὰν!
-Ε, τὸ Ἰβὰν τὸ τιμωρήσαμε! Ἔπεσε χθὲς τὸ βράδυ.
-Ναί, ἔπεσε κ. Πρόεδρε. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ εἶχε πέσει ἐδῶ καὶ πέντε μέρες. Ὅταν βρήκαμε τὴν πρώτη ἀντίσταση, ἔπρεπε νὰ μᾶς θυσιάσει ὁ συνταγματάρχης μας. Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ τότε».
Τί νὰ πεῖ κανεὶς ἐνώπιον τέτοιου μεγαλείου;
Τὸ ’40 νικήσαμε γιατί εἴχαμε παιδεία, ἡγεσία καὶ ἐκκλησία ἀντάξιες τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Παράδοσής μας.
Ἡ Παιδεία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μὲ τοὺς ἡρωικοὺς δασκάλους τῶν πολυπληθῶν τάξεων, ποὺ κρατοῦσαν γερὰ στοὺς ὤμους τους τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους, ποὺ ἀμείβονταν μὲ ψίχουλα, μόρφωναν γενιὲς παιδιῶν, ποὺ καμάρωναν γιατί εἶναι Ἕλληνες. Παιδιὰ ποὺ στὰ λιγοστὰ βιβλία τους, καταταλαιπωρημένα ἀπὸ τὴν πολυχρησία -τότε δὲν τὰ ἔκαιγαν στὸ τέλος τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, ἀπὸ σέβας, γιατί ἦταν γεμάτα μὲ εἰκόνες ἁγίων καὶ ἡρώων- ἀντίκριζαν τὸν ἀνθὸ τῆς λογοτεχνίας μας, βιβλία μὲ ταυτότητα ἑλληνική. Γιατί σήμερα ἡ βλακεία, ἡ προδοσία καὶ ἡ δειλία κυριαρχοῦν στὰ «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», ποὺ τὰ ὀνομάζουν εὐφημιστικῶς βιβλία Γλώσσας! Καὶ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ἀπὸ ἱδρύσεως τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ποὺ δὲν σέβονται οἱ συγγραφικὲς ὁμάδες καὶ παρέες τοῦ ὑπουργείου πρώην ἐθνικῆς καὶ νῦν νεοταξικῆς ἐκπαίδευσης τοὺς ἀγῶνες, τὶς ἐπετείους τοῦ λαοῦ μας!
Στὴν Γ’ Δημοτικοῦ, στὸ α’ τεῦχος τοῦ βιβλίου Γλώσσας, σελ.79, τὸ ἀφιέρωμα στὸ Ἔπος τοῦ ’40, περιορίζεται στὴ ἑξῆς ἀναφορά: «Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τῆς Ροζίνας, μίας δεκάχρονης ἑβραιοπούλας ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὀκτώβριος 1940: Τὴ Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940 δὲν πήγαμε σχολεῖο. Εἶχε κηρυχτεῖ ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος. Ἀναστατωμένα ἤμασταν ἐμεῖς τὰ παιδιά. Οἱ Ἰταλοὶ βομβάρδισαν τὴ Θεσσαλονίκη. Στὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου γίνηκαν πολλὲς καταστροφές». Καὶ τέλος! Τίποτε ἄλλο! Αὐτὸ μαθαίνουν χιλιάδες Ἑλληνόπουλα γιὰ τὸ Σαράντα! Ἀναστάτωση (ὅπως λέμε «συνωστισμὸς») καὶ καταστροφὴ ἑνὸς μαγαζιοῦ! Σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας, ὅπως στὴν Πάτρα, σκοτώθηκαν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ παιδιὰ ἀπὸ ἰταλικὰ βομβαρδιστικά. Ἔγραψαν γι’ αὐτὸ οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς. Γιατί δὲν συμπεριέλαβαν ἕνα τέτοιο συμβάν; (Στὴν δὲ Ε Δημοτικοῦ ἔγραψα σὲ προηγούμενο ἄρθρο γιὰ τὸ ἄθλιο κείμενο ποὺ τιτλοφορεῖται «Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο καὶ ἐμεῖς κρυφτήκαμε στὰ ὑπόγεια»).
Τί λογῆς ἦταν οἱ δάσκαλοι τοῦ ’40; Ἀντιγράφω: «Ἡ ἐχθρικὴ ἀντεπίθεση τοῦ Μαρτίου ἔχει ἐκδηλωθεῖ. Τὸ 731 ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἡφαίστειο. Οἱ φαντάροι μας, πεσμένοι μὲ τὴν κοιλιὰ στοὺς λάκκους τῶν ὀβίδων, πυροβολοῦν, χωρὶς διακοπὴ, γιὰ νὰ συγκρατήσουν τὸ ἐχθρικὸ πεζικό. Ὁ δάσκαλος –ἔτσι ἔχει βαφτίσει τὸν διοικητὴ του ὁ λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος εἶναι τὸ ἐπάγγελμα του– μὲ προβιὲς καὶ ἐπιδέσμους, γύρω ἀπὸ τὰ κρυοπαγημένα πόδια του, ἀντὶ γιὰ παπούτσια, χωρὶς νὰ προφυλάγεται, τρέχει νευριασμένος ἀπὸ διμοιρία σὲ διμοιρία καὶ δίνει ὁδηγίες.
– Μὴν πυροβολεῖτε στὰ στραβά, παιδιά! Μὴν ξοδεύετε ἀσκόπως τὶς χειροβομβίδες σας, τοὺς λέει. Κι ὅταν ὁ ταγματάρχης τοῦ φωνάζει νὰ μὴν ἐκθέτει τόσο τὸν ἑαυτό του, ὁ δάσκαλος τοῦ ἀπαντάει:
– Φοβᾶμαι μήπως χάσουμε σήμερα τὸ ὕψωμα. Καὶ τί θὰ δικαιολογηθῶ ὕστερα ἐγὼ στοὺς μαθητές μου, ἅμα γυρίσω στὸ σχολεῖο;». (Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», ἔκδ. «Ἑστία», σελ. 194).
Εἴχαμε ἡγεσία μὲ φιλοπατρία. Γιὰ τὸν Μεταξὰ ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν τὸν ἀφήνουν οὔτε στὸ μνῆμα του νὰ ἀναπαυτεῖ, νὰ σημειώσω ὅτι λίγο μετὰ τὸ ἔνδοξο «ΟΧΙ» στὸν Μουσολίνι, στὸ πρῶτο ὑπουργικὸ συμβούλιο, ποὺ ἔγινε τὸ πρωὶ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ἀφοῦ, κάνοντας τὸν σταυρό του, ὑπέγραψε τὰ διατάγματα γενικῆς ἐπιστράτευσης, ζήτησε ἀπὸ τοὺς ὑπουργοὺς του τὴν ἔγκριση νόμου μὲ μόνο ἄρθρο του τὸ ἑξῆς:
«Οὐδεὶς Ἕλλην καθίσταται πλουσιώτερος ἐκ τοῦ πολέμου».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «1940-Ὁ ἄγνωστος πόλεμος: Ἡ ἑλληνικὴ πολεμικὴ προσπάθεια στὰ μετόπισθεν», ἔκδ. «Πατάκης», σελ. 106, τῆς Μαρίνας Πετράκη). Πέθανε πάμφτωχος.
Πόσοι καὶ πόσοι πρωθυπουργοὶ καὶ ὑπουργοὶ ἰδίως τῶν τελευταίων δεκαετιῶν μπῆκαν πάμφτωχοι καὶ βγῆκαν πάμπλουτοι ἀπὸ τὴν πολιτική; Καὶ τὸ μόνο ποὺ ἄφησαν στὴν ἱστορία εἶναι κουτσουλιὲς καὶ προδοσίες.
Εἴχαμε ἡγεσία στὴν ἐκκλησία μὲ ἦθος Παπαφλέσσα. Σήμερα ἀκοῦμε «ἱερὲς μουρμοῦρες» καὶ κηρύγματα ὑποταγῆς στὰ κελεύσματα τῶν ἀνίκανων πολιτικῶν. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶναι ὁ Χρύσανθος ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος, ὁ πολὺ σπουδαῖος, ἀσυμβίβαστος καὶ λαμπρὸς Ἱεράρχης, ποὺ «εὐλογεῖ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ καὶ καλεῖ πάντας νὰ ἀποδυθοῦν εἰς Ἅγιον ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος ἀγώνα». Ἀνδροπρεπὴς καὶ ἀπτόητος ἀντιστέκεται καὶ στοὺς Γερμανούς, ἐκδιώκεται καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν Δαμασκηνό. Τὸ 1943, τὸν Μάρτιο, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς ἡγήθηκε διαδηλώσεως γιὰ τὴν ματαίωση τῆς πολιτικῆς ἐπιστρατεύσεως, ποὺ εἶχαν ἐξαγγείλει οἱ Γερμανοί.
Ὅταν ἕνας Γερμανὸς ἀξιωματικὸς τὸν ἀπείλησε μὲ ἐκτέλεση, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀτάραχος ἀπάντησε: «Ἀκοῦστε καλὰ καὶ νὰ μὴν μὲ ἀπειλεῖτε. Σὲ τοῦτον τὸν τόπο εἶναι συνήθεια, τοὺς δεσποτάδες οἱ ἐχθροὶ νὰ μὴν τοὺς τουφεκίζουν, ἀλλὰ νὰ τοὺς κρεμᾶνε». (Ἐννοώντας τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε).
Τὴν ἑπομένη τὸ διάταγμα ποὺ θὰ μετέφερε χιλιάδες Ἕλληνες στὰ ἐργοστάσια-κρεματόρια τῆς Γερμανίας, ἀποσύρθηκε.
Μὲ τέτοια ἡγεσία καὶ παιδεία νικοῦν οἱ λαοί…