Γράφει ὁ Διονύσης Μακρῆς
Ἀνάμεσα στά γράμματα πού τράβηξαν τήν προσοχή τοῦ κυρ-Ἀναστάση ὑπῆρχε καί αὐτό τῆς κόρης τῆς μακαρίτισσας τῆς Σταμάτας, τῆς Μαρίας. Ἡ Μαρία ἦταν μία 55χρονη γυναίκα, διαζευγμένη, πού μεγάλωνε δυό παιδιά, τή Χαρά καί τόν Ἀλέξανδρο. Ὁ ἄνδρας της ὁ Πέτρος τήν ἐγκατέλειψε μετά ὀκτώ χρόνια γάμου καί ἐνῶ τά παιδιά ἦταν ἀνήλικα. Ἡ ἴδια τότε μετακόμισε στό πατρικό της καί μέ τή βοήθεια τῆς μητέρας της Σταμάτας ρίχτηκε στή μάχη ἐπι- βίωσης τῶν παιδιῶν της. Ἐπικεντρώθηκε στόν καλό αὐτό ἀγώνα καί σήμερα καμαρώνει τά δυό παιδιά της.
Στόν ἀγώνα της ὅμως δέν ἦταν, ὅπως γρά- φει, μόνη. Εἶχε πάντα τή στήριξη τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ Ἰωάννη. Καί τό δυστύχημα γι’ αὐτήν εἶναι ὅτι οὐδέποτε κατάλαβε πώς αὐτός κρυβόταν πίσω ἀπό ἀνεξήγητα γεγονότα.«Μέ τόν μακαρίτη σήμερα σύζυγό μου γνωρίστηκα στή Φιλοσοφική Σχολή. Ἐκεῖνος σπούδαζε Ἀρχαιολογία καί ἐγώ φιλολογία. Τά χρόνια ἐκεῖνα, τά φοιτητικά, ἦταν ξέγνοιαστα. Μόλις τελείωσα τή Σχολή, μίλησα στούς γονεῖς μου γιά τόν Πέτρο… Ὁ πατέρας μου εἶχε ἀντιρρήσεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν νά κάνουν μέ τό γεγονός πώς ὁ Πέτρος δέν εἶχε τελειώσει ἀκόμη τή Σχολή καί χρωστοῦσε ἀρκετά μαθήματα. Ὅμως, ἔμεινα ἔγκυος στή Χαρά καί ἀναγκάστηκαν τότε νά τόν ἀποδεχθοῦν καί νά συναινέσουν στό γάμο μου.
Οἱ γονεῖς τοῦ Πέτρου ἦταν βιοπαλαιστές ἀπό τήν Κομοτηνή. Ἤμουν πέντε μηνῶν ἔγκυος ὅταν τούς γνώρισα. Ἡ κυρα-Χαρούλα, ἡ μητέρα του, ἦταν ράφτρα. Ὁ πατέρας του Ἀλέξανδρος δούλευε στήν οἰκοδομή καί πότε εἶχε δουλειά, πότε ὄχι. Τοῦ ἄρεσε ὅμως τό πιοτό, ἀπό τό ὁποῖο ἦταν πολύ ἐξαρτημένος. Ἡ πεθερά μου στήν οὐσία κρατοῦσε τό σπίτι καί χάρη σ’ αὐτήν ὁ Πέτρος κατάφερε νά περάσει στό Πανεπιστήμιο. Αὐτή καί ἡ ἀδελφή της ἀπό τή Νέα Ὑόρκη ἔστελναν χρήματα στόν Πέτρο γιά τίς σπουδές του.
Ἀμέσως μετά τό γάμο μου ἦρθε ἡ γέννηση τῆς Χαρᾶς. Οἱ γονεῖς μου μᾶς βοήθησαν νά νοικιάσουμε ἕνα μικρό διαμέρισμα καί συνέβαλαν στήν ἐπίπλωσή του. Ὁ Πέτρος ὑποσχέθηκε πώς θά τελειώσει τά μαθήματα καί ἀμέσως μετά θά βρεῖ δουλειά. Ζήτησε μέχρι τότε μία πίστωση χρόνου. Ἕξι μῆνες μετά τή γέννηση τῆς κόρης μας, ἔμεινα καί πάλι ἔγκυος. Τά φέρναμε δύσκολα πέρα. Κάποια χρήματα πού ἐξοικονομοῦσα ἀπό ἰδιαίτερα μαθήματα δέν ἔφθαναν νά καλύψουν τίς ὑποχρεώσεις. Εὐελπιστοῦσα, ὅμως, πώς ὅλα θά ἀλλάξουν. Εἶχα καταθέσει τά χαρτιά μου γιά διορισμό στή Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση καί πίστευα πώς μόλις τελείωνε καί ὁ Πέτρος καί ἔπιανε δουλειά, ὅλα θά διορθώνονταν.
Μέ τή γέννηση τοῦ Ἀλέξανδρου ἦρθε καί ὁ διορισμός μου στή Μέση Ἐκπαίδευση. Διορίστηκα ὡς φιλόλογος σέ σχολεῖο τοῦ Νομοῦ Ἀργολίδος. Μέ τό πρόσχημα τῶν μαθημάτων ὁ Πέτρος ἀρνιόταν νά μ’ ἀκολουθήσει. Ἔτσι, ἀναγκάστηκα καί νοίκιασα μία μικρή γκαρσονιέρα καί ἄφησα τά παιδιά στή μάνα μου. Ἀνέβαινα στήν Ἀθήνα τά Σαββατοκύριακα καί τίς ἀργίες. Δύσκολες ἡμέρες.
Ἡ μάνα μου καί ὁ πατέρας μου στεναχωριόντουσαν μέ ὅλα αὐτά καί ἄρχισαν πρῶτοι νά καταλαβαίνουν πώς ὁ Πέτρος δέν ἦταν ὥριμος νά ἀναλάβει τά ἡνία οἰκογένειας.
Τοῦ ἄρεσε πολύ ὁ ὕπνος καί τό ξενύχτι. Ὁ πρῶτος μας καυγᾶς μέ τόν Πέτρο ἀφοροῦσε στό ὅτι χρησιμοποίησε χρήματα πού τοῦ ἔδωσα νά πληρώσει λογαριασμούς καί ἕνα γραμμάτιο γιά οἰκοσκευές στά χαρτιά.
Στήν Ἀργολίδα ὑπηρέτησα δυό χρόνια καί μετατέθηκα σέ σχολεῖο τοῦ Πειραιᾶ. Ὑποσχέθηκα στούς γονεῖς μου, ὅταν ἐπέστρεψα, ὅτι θά βοηθήσω, ὥστε νά πάρει τό πτυχίο του ὁ Πέτρος καί θά τόν στηρίξω νά συνέλθει. Τόν ἀγαποῦσα πάρα πολύ καί πίστευα πώς ὅλα θά διορθωθοῦν. Δέν ἤθελα νά κάνω κάτι πού θά πληγώσει τά παιδιά μου. Κατά τήν παραμονή μου στήν Ἀθήνα ὁ Πέτρος ἄρχισε νά ἀλλάζει λίγο. Ἀπό τά 12 συνολικά μαθήματα πέρασε τά πέντε καί ὅλα ἔδειχναν πώς θά διορθωθοῦν. Ἔπιασε μάλιστα καί μία δουλειά στό Παλαιό Φάληρο, ὡς σερβιτόρος.
Δυό μισθοί καί κάποιο βοήθημα ἀπό ἰδι- αίτερα μαθήματα ἔδειχναν πώς ὅλες οἱ δυ- σκολίες θά ξεπερνιόντουσαν. Ὅμως, αὐτό κράτησε μόνο λίγους μῆνες. Μία ἡμέρα ὁ Πέτρος γύρισε σπίτι μεθυσμένος καί ἄρχισε νά φωνάζει καί νά διαμαρτύρεται γιά τή ζωή του. Προσπάθησα νά τόν ἠρεμήσω καί τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νά μέ χτυπᾶ. Τά παιδιά ξύπνησαν ἀπό τή φασαρία καί ἄρχισαν νά κλαῖνε. Δέν εἶχα ζήσει ποτέ τέτοια κατάσταση. Ἔτσι, πρωί-πρωί πῆρα τά παιδιά καί πῆγα στό σπίτι τῶν γονιῶν μου. Δέν μποροῦσα ἄλλωστε νά πάω στό σχολεῖο γιατί στό πρόσωπό μου ἦταν ἐμφανῆ τά σημάδια τοῦ ξυλοδαρμοῦ μου.
Ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου μόλις μέ εἶδε ἔγινε ἔξω φρενῶν. Ἐκεῖ συνάντησα γιά πρώτη φορά καί τόν μακαρίτη τόν τρελο-Γιάννη. Καθόταν στό πεζοῦλι τῆς αὐλῆς μας καί κρατοῦσε δυό παιχνίδια, μία κούκλα πού πρόσφερε στή Χαρά καί ἕνα αὐτοκίνητο στόν Ἀλέξανδρο. Τά παιδιά μου τόν ἤξεραν, γιατί, μόλις τόν εἶδαν, ἔτρεξαν γρήγορα κοντά του καί ἐκεῖνος ἄρχισε νά χοροπηδάει… Δέν τοῦ ἔδωσα σημασία. Ἡ μάνα μου μέ προέτρεψε νά ἀφήσω τά παιδιά στήν αὐλή, μόλις μέ εἶδε καί εἶπε:
− Γιάννη, παῖξε λίγο μέ τά παιδιά, νά δῶ τήν κόρη μου.
Ἐκεῖνος ἔγνεψε καταφατικά καί παίρνοντας τό αὐτοκίνητο ἀπό τά χέρια τοῦ Ἀλέξανδρου ἄρχισε νά μπουσουλάει. Ἡ μάνα μου τότε εἶπε:
− Δέν ἔχει ὁ καημένος σώας τάς φρένας, ἀλλά εἶναι ἄκακο ἀνθρωπάκι καί ἔρχεται καί μᾶς κάνει παρέα, παίζει μέ τά παιδιά. Μή τόν φοβᾶσαι. Ἔλα νά μοῦ πεῖς γιατί εἶσαι ἀναστατωμένη.
− Ὁ Πέτρος, μάνα, δέν εἶναι ὁ ἄνδρας πού ὀνειρευόμουν. Τώρα, καθυστερημένα, κατανοῶ πόσο δίκαιο εἴχατε τότε πού σᾶς μίλησα γι’ αὐτόν τυφλωμένη ἀπό τά πάθη μου, πού ἑρμήνευα ὡς ἔρωτα καί ἀγάπη. Ἀλλιῶς τά περίμενα τά πράγματα καί ἀλλιῶς ἐξελίχθηκαν. Χθές παράγινε τό κακό, ἅπλωσε χέρι πάνω μου καί ἰδού τά χάλια μου. Οὔτε τά παιδιά δέν σεβάστηκε. Ἦρθε μεθυσμένος στό σπίτι, φώναζε καί γίναμε ρεζίλι στή γειτονιά…
− Ἀπό καιρό Μαρία εἶχα διαπιστώσει πώς κάτι δέν πάει καλά μέ τό γαμβρό μας. Φερόταν περίεργα καί δέν σοῦ κρύβω πώς, ὅταν ἔλειπες στήν ἐπαρχία, σπάνια ἐρχόταν νά δεῖ τά παιδιά. Ὁ πατέρας σου στεναχωριόταν γιά τήν κατάσταση αὐτή, ἀλλά δέν σοῦ εἶπε τίποτε, ἐλπίζοντας πώς ὁ Πέτρος θά συνέλθει. Εὐτυχῶς κατέβηκε στήν ἀγορά καί δέν σέ εἶδε. Γιατί, ποιός ξέρει πώς θά λειτουργοῦσε!
Ἔβαλα τά κλάματα καί ἔπεσα στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας μου ρωτώντας τί νά κάνω; Ἤμουν ἀπελπισμένη καί ἀπογοητευμένη. Ἡ μάνα μου τότε μέ παρότρυνε νά γυρίσω σπίτι μου μέ τά παιδιά καί νά μιλήσω ἀνοικτά στόν Πέτρο, νά δῶ ἄν ὑπάρχει ἐλπίδα νά διορθωθεῖ ἡ κατάσταση. Κάνε τό σταυρό σου καί κατάπιε τή θλίψη σου. Δές ἄν ὑπάρχουν περιθώρια νά στρώσει… Κατάλαβα πώς δέν ἤθελε νά μέ συναντήσει στήν κατάσταση αὐτή ὁ πατέρας μου καί χειροτερέψουν τά πράγματα…
Ὅταν βγῆκα στήν αὐλή, εἶδα τόν τρελo- Γιάννη νά μπουσουλάει καί τά δυό παιδιά νά ἔχουν ἀνέβει στήν πλάτη του. Ἡ Χαρά τότε φώναξε.
− Μαμά, ὁ θεῖος Γιάννης εἶναι τό γαϊδουράκι μας καί μᾶς πάει ἐκεῖ στήν ἄκρη τῆς αὐλῆς νά ἀγοράσουμε λίγη “ὑπομονή”!
Τότε ὁ τρελο-Γιάννης ἄρχισε νά τραγουδᾶ: “Κάνε ὑπομονή καί ὁ οὐρανός θά γίνει πιό γαλανός· κάνε ὑπομονή μία λεμονιά ἀνθίζει στή γειτονιά…”. Ἡ Χαρά τότε πετάχτηκε καί εἶπε:
− Μανούλα, μέ τήν ὑπομονή πού θά ἀγοράσουμε θά κάνουμε γαλάζιο τόν οὐρανό!
− Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ὑπομονή, Μαρία μου! Μεγάλο πρᾶγμα! Τήν ἀγαπᾶ ὁ Χριστός καί μπροστά της ὑποκλίνονται οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι. Πόσο ὑπομονή ἔκανε ἡ Παναγία μας, πόσο ὑπομονή ἔκανε, ὅταν εἶδε τόν μοναχογιό Της πάνω στόν σταυρό. Ὑπέμεινε τή θλίψη της ἀπό τό βίαιο χωρισμό μέ τόν ἀγαπημένο Της γιό, τόν Χριστό μας, καί ἀμείφθηκε. Ἀξιώθηκε νά ζήσει τήν Ἀνάστασή Του καί νά ἀκούσει τίς καμπάνες νά χτυποῦν χαρμόσυνα. Καί τώρα νά, βρίσκεται στήν αἰωνιότητα κοντά Του. Ἡ Θεομήτορα μέ τήν ὑπομονή πού “ἀγόρασε” ἀπό τόν Θεό ἔφτασε νά ζωγραφίσει ὁλόκληρο τό σύμπαν γαλάζιο. Καί ἐγώ τό ταλαίπωρο γαϊδουράκι ψάχνω μέ τήν Χαρά καί τόν Ἀλέξανδρο τήν Παναγιά νά τῆς δώσουμε ἕνα φιλί καί νά τῆς ζητήσουμε νά μᾶς δώσει δυό-τρία κιλά ὑπομονή γιά νά γίνουμε καί ἐμεῖς ζωγράφοι τοῦ οὐρανοῦ…
Αὐτά εἶπε καί ἄρχισε καί πάλι νά τραγουδᾶ.
− Ἄφησέ τη, βρέ Γιάννη, στόν καημό της, εἶπε ἡ μάνα μου καί ἀπευθυνόμενη πρός ἐμένα μέ σταύρωσε καί μοῦ εἶπε: Ἄντε μέ τήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ νά ξεδιαλύνεις τήν κατάσταση. Τά παιδιά θά τά κρατήσω ἐδῶ.
Φίλησα τά παιδιά, ἔριξα μία διερευνητική ματιά σ’ αὐτόν τόν περίεργο ζητιάνο πού ἔπαιζε μαζί τους καί κίνησα νά φύγω. Ἐκεῖνος τότε σηκώθηκε ἔκανε μία βαθειά ὑπόκλιση μπροστά μου καί μετά ἄρχισε νά μέ σταυρώνει ὅπως καί ἡ μάνα μου. Τό ἴδιο ἔκαναν καί τά παιδιά μου.
Μέσα στήν κατάσταση αὐτή ἡ εἰκόνα πού ἀντίκριζα μέ χαροποίησε. Ἤθελα νά γελάσω. Σκέφτηκα, ὅμως, τί μέ περίμενε καί ἔφυγα μέ σκυμμένο τό κεφάλι γιά τό σπίτι μου. Στό δρόμο σκεπτόμουν τά λόγια του τρελο-Γιάννη γιά τήν ὑπομονή. Ἀσυνείδητα ἄρχισα νά παρακαλῶ τήν Παναγία μας νά μέ βοηθήσει. Εἶχα κάμποσα χρόνια νά ζητήσω βοήθεια ἀπό τόν Θεό καί τήν Παναγία.
Τήν προσευχή ἄλλωστε ὡς τότε τήν ἐκλάμβανα ὡς ἀσήμαντη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Πίστευα μέ τό δικό μου τρόπο στόν Θεό· τόν θεωροῦσα ἀορίστως μία ἀνώτερη δύναμη. Καί αὐτό σέ μία ἐποχή πού κυριαρχοῦσε ὡς μόδα ἡ ἀθεΐα στή γενιά μου...
Μέ τίς σκέψεις αὐτές πέρασα τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ. Ἤμουν ἀποφασισμένη νά μιλήσω ξεκάθαρα μέ τό σύζυγό μου Πέτρο. Τόν βρῆκα νά κοιμᾶται ἀκόμη. Ἔτσι ἀσχολήθηκα μέ κάποιες δουλειές τῆς κουζίνας. Ἔπειτα ἀπό μία περίπου ὥρα, ὁ Πέτρος ξύπνησε. Ἦρθε στήν κουζίνα καί βλέποντας τό πρόσωπό μου μέ ρώτησε ποῦ χτύπησα. Δέν θυμόταν ἤ ἔκανε πώς δέν θυμόταν τίποτε γιά τόν καυγά. Τοῦ εἶπα πώς ἐκεῖνος μέ χτύπησε καί μέ κοιτοῦσε μέ μάτια γεμάτα ἀπορία. Μοῦ ζήτησε συγγνώμη καί μοῦ ὑποσχέθηκε πώς κάτι τέτοιο δέν θά ἐπαναληφθεῖ.
− Ἤπια, γιατί μέ ἔδιωξαν ἀπό τή δουλειά καί σκεφτόμουν πώς δέν θά μπορῶ πιά νά βοηθῶ τό σπίτι…
Ἀπό τότε ὁ Πέτρος δέν ξαναδούλεψε, ἀλλά οὔτε τή Σχολή κατάφερε νά τελειώσει. Χρωστοῦσε τέσσερα μαθήματα. Τοῦ ἄρεσε νά περνᾶ τίς ὦρες του ἄσκοπα στό καφενεῖο παίζοντας χαρτιά καί πίνοντας. Τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια τοῦ γάμου μας συνήθιζε νά πηγαίνει στήν Κομοτηνή γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα γιά νά βοηθήσει, ὅπως ἔλεγε, τόν πατέρα του στά χωράφια. Γιά τά παιδιά του δέν ἔδειχνε τό παραμικρό ἐνδιαφέρον· οὔτε κἄν ρωτοῦσε, ὅταν ἀρχικά τοῦ τηλεφωνοῦσα καί τόν ρωτοῦσα πότε θά κατέβει στήν οἰκογένειά του. Ἔτσι, τό διαζύγιο ἦρθε φυσιολογικά στά τριανταδύο μου χρόνια.
Τρία χρόνια μετά τό χωρισμό κοιμήθηκε καί ὁ πατέρας μου ἀπό ἀνίατη ἀρρώστια καί μετακόμισα στό πατρικό μου σπίτι. Ὑπῆρχαν πολλές, οἰκονομικές κυρίως, δυσκολίες. Ἡ κυρά Σταμάτα, ἡ μάνα μου μέ παρότρυνε νά “φτιάξω”, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, τή ζωή μου, νά βρῶ ἕναν ἄνδρα καί νά παντρευτῶ. Σκεπτόμουν ὅμως τά παιδιά.
Ὁ τρελο-Γιάννης, θυμᾶμαι, παρακολουθοῦσε διακριτικά τή ζωή μας. Ἐρχόταν καί διάβαζε ἐκκλησιαστικά βιβλία στά παιδιά μου, διάβαζε τό Ψαλτήριο στή μάνα μου καί τῆς ἐξηγοῦσε τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μέ ὡραῖες περιγραφές, πρωτότυπες, δικές του. Ἡ μάνα μου τόν ἀγαποῦσε, γιατί τῆς ἔκανε τά θελήματα καί τήν παρηγοροῦσε. Δέν τόν θυμᾶμαι νά ἦρθε στό σπίτι μας χωρίς νά κρατᾶ ἕνα δῶρο γιά τά παιδιά, κάτι γιά τό σπίτι, ἀκόμη καί γιά μένα.
Κάποτε θυμᾶμαι πώς διόρθωνα κάτι γραπτά τῶν μαθητῶν στά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Μέ πλησίασε τήν ὥρα πού διόρθωνα τό γραπτό ἑνός ἄτακτου μαθητῆ, πού πάντα ἔκανε φασαρία τήν ὥρα τοῦ μαθήματος. Μόνο πού διάβαζα τό ὄνομά του ἔβγαζα σπυράκια. Ὁ μακαρίτης μέ πλησίασε καί εἶπε:
− Ἄχ, βρέ Μαρία μου, τί τράβηξα ἐρχόμενος στό σπιτικό σας. Κάποια ἀτίθασα παιδιά τῆς γειτονιᾶς ἄρχισαν νά μέ βρίζουν, νά φωνάζουν καί νά μέ κλωτσοῦν. Καλά παιδιά ἦταν, ἀλλά ἔμαθαν νά φέρονται σκληρά γιατί στό σπίτι τους δέν ἔχουν Χριστό. Οἱ γονεῖς τους τσακώνονται καί τά ἔχουν παρατημένα. Τά λυπήθηκα τά καημένα καθώς μέ χτυποῦσαν. Εἶπα στήν Παναγία μας νά τά νουθετήσει καί στόν Χριστό μας νά τά ἀγκαλιάσει μήν χαθοῦν οἱ ψυχοῦλες τους. “Λοιδωρούμενοι εὐλογοῦμεν”, λέγει ὁ ἅγιος Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Τά εὐχαρίστησα ἕνα πρός ἕνα πού μέ βοήθησαν νά θυμηθῶ τά λόγια του Ἀποστόλου μας καί τά σταύρωσα. Ἐσύ, Μαρία μου, πού ἔχεις νά κάνεις μέ πολλά παιδιά, φαντάζομαι τί προβλήματα θά ἀντιμετωπίζεις στήν τάξη;
− Μή τό συζητᾶς, Γιάννη, τί τραβῶ! Νά, αὐτό τό γραπτό πού διορθώνω ἀνήκει στόν πιό ἀτίθασο μαθητή μου. Νά φανταστεῖς οὔτε κἄν μπορῶ νά τό διαβάσω.
− Ἄχ, Μαρία μου, νά ἤξερες τί τραβᾶ ὁ Δημήτρης στό σπίτι του. Ζεῖ μέ τή γιαγιά του. Οἱ γονεῖς του εἶναι χωρισμένοι καί τό καημένο ξεσπᾶ στό σχολεῖο…
− Τόν ξέρεις τό Δημήτρη, ρώτησα μέ ζωγραφισμένη στό πρόσωπο ἀπορία.
− Τυχαίνει νά γνωρίζω τή γιαγιά του. Ζοῦν σέ μία γκαρσονιέρα στόν Πειραιά… Ἀγάπη, θέλει ὁ Δημήτρης μας αὐτό τοῦ λείπει.
Τά λόγια του μακαρίτη μέ ἔκαναν νά δῶ μέ ἄλλη ματιά τό γραπτό. Βαθμολόγησα τήν προσπάθεια καί εἶδα τίς ἀδυναμίες του, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀρκετές. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ζήτησα ἀπό τό Δημήτρη νά ἔρθει στό γραφεῖο καί τοῦ ἀνακοίνωσα τό ἀποτέλεσμα τοῦ γραπτοῦ. Ἐκδήλωσα ὅμως καί τήν ἐπιθυμία νά τόν βοηθήσω λίγο μέ κάποια ἰδιαίτερα μαθήματα. Στήν ἀρχή ἦταν διστακτικός ἀλλά μετά δέχτηκε. Ἔτσι γνώρισα καί τή γιαγιά του. Ἡ καημένη ἔκανε τά πάντα νά μέ εὐχαριστήσει. Τί πίτες, τί γλυκά! Καί τί δέν ἔκανε! Ἀκόμη καί ἕνα πλεκτό ἔπλεξε!
Σέ τρεῖς μῆνες ὁ Δημήτρης ἦταν ἀπό τούς πιό καλούς μαθητές τῆς τάξης. Ἡ ριζική ἀλλαγή συμπεριφορᾶς συνέβαλε καί στή μετατροπή τοῦ κλίματος στήν τάξη. Ὅλα πλέον κυλοῦσαν στό μάθημα ἤρεμα.
Αὐτό ὅμως πού διαπίστωσα μόλις πρότινος ἦταν πώς ἡ γιαγιά δέν γνώριζε τόν μακαρίτη τόν Ἰωάννη. Καί ὁ Δημήτρης πού τόν ρώτησα, μιᾶς καί ἔγινε πρίν ἀπό λίγα χρόνια ὁ γαμβρός μου καί πῆρε τή Χαρούλα μου, ὑποστήριξε πώς τό μακαρίτη τόν γνώρισε γιά πρώτη φορά στό πατρικό μου σπίτι. Ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐρώτησής μου ἀνέφερε μάλιστα ὅτι στήν λήψη τῆς ἀπόφασης νά νυμφευθεῖ τή Χαρούλα ἔπαιξε σημαντικό ρόλο ὁ μακαρίτης. Περίεργα πράγματα.
Θεωροῦσα δεδομένο, ὅτι ὁ μακαρίτης γνώριζε τή γιαγιά, γιατί πολλές φορές μοῦ ἔδινε κάποια τρόφιμα, ροῦχα, ἀκόμη καί χρήματα νά τά μεταφέρω. Μέ παρακαλοῦσε, ὅμως, νά μήν ἀποκαλύψω ποιός τά στέλνει, γιατί εἶναι ἀξιοπρεπής γυναίκα καί δέν θά τά δεχόταν.
− Νά τῆς λές πώς τά προσφέρει ἡ κυρά Σταμάτα, ἡ μάνα σου, στή μνήμη τοῦ πατέρα σου γιατί ἄν τῆς πεῖς γιά μένα θά τά στείλει πίσω. Οὔτε κἄν νά τῆς δώσεις χαιρετίσματα ἀπό μέρους μου, γιατί εἶναι πολύ ἔξυπνη καί θά καταλάβει ποιός κρύβεται πίσω ἀπό τά ἀγαθά πού τῆς πηγαίνεις.
Αὐτό ἀκριβῶς τό στοιχεῖο μέ ἔκανε νά πιστεύω πώς ὁ μακαρίτης γνώριζε καλά τή γιαγιά καί τήν οἰκογένειά της. Καί γι’ αὐτό ἀκολουθοῦσα τήν πολιτική πού μοῦ ὑπέδειξε. Σ’ αὐτό συνηγοροῦσε ἄλλωστε καί ἡ φιλία πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ τοῦ μακαρίτη, τοῦ Δημήτρη, τῆς Χαρᾶς καί τοῦ Ἀλέξανδρου. Συγκεκριμένα, ὁ Δημήτρης, γιά νά μήν μέ ταλαιπωρεῖ -ἴσως ἔνιωθε καί ἄσχημα πού πήγαινα στό φτωχικό τους- πρότεινε νά ἀνεβαίνει γιά τό ἰδιαίτερο μάθημα στό σπίτι. Δέχθηκα καί ἔτσι δυό φορές τήν ἑβδομάδα ἐρχόταν στό σπίτι. Γνώρισε τά παιδιά καί ἔγιναν ἀμέσως φίλοι. Ἔβλεπα πολλές φορές νά συζητοῦν μέ τή μάνα μου καί τόν μακαρίτη Ἰωάννη καί εἶχα σχηματίσει τήν ἐντύπωση πώς γνωρίζονταν…
Ἀργότερα ὁ Δημήτρης πέρασε στό Πανεπιστήμιο τοῦ Πειραιᾶ καί σπούδασε Οἰκονομικά. Τελείωσε τό στρατιωτικό του καί ἔπιασε δουλειά σέ μία Τράπεζα. Λόγῳ τῆς φιλίας πού εἶχε μέ τή Χαρά καί τόν Ἀλέξανδρο τόν βλέπαμε συχνά. Ἕνα χρόνο πρίν τό θάνατο τῆς μητέρας μου ἦρθε χαρούμενος καί μοῦ ζήτησε τό χέρι τῆς Χαρᾶς. Ἀρχικά ἤμουν διστακτική, ἀλλά, γνωρίζοντας τόν ἐξαίσιο χαρακτήρα καί τήν εὐγένειά του, ἀμέσως συναίνεσα στό γάμο τῶν παιδιῶν. Ἄλλωστε εἶχα καταλάβει πώς ἡ κόρη μου τόν ἀγαποῦσε. Τρεῖς μῆνες πρίν κοιμηθεῖ ἡ μητέρα μου ἔγινε ὁ γάμος τους. Ὁ Δημήτρης καί ἡ Χαρά μοῦ χάρισαν καί τό πρῶτο ἐγγονάκι μου, τή Μαρία. Ποῦ νά φανταστῶ τήν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων μετά τήν παρέμβαση τοῦ μακαρίτη Ἰωάννη! Ὁ γαμβρός μου προσφάτως μοῦ ἀποκάλυψε πώς ἦταν γενικά ἀρνητικός στό γάμο καί στή δημιουργία οἰκογένειας, ἀλλά τόν μετέπεισε ὁ τρελο-Γιάννης, ὁ ὁποῖος τόν παρότρυνε γιά νά τύχει τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Τίς λεπτομέρειες τίς γνωρίζει μόνο ὁ ἴδιος καί ἡ Χαρά, οἱ ὁποῖοι δεσμεύτηκαν νά τίς καταγράψουν μέ τήν πρώτη εὐκαιρία καί νά μοῦ τίς στείλουν…
Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου μου Πέτρου
Δεκατρία χρόνια μετά τό διαζύγιό μου μέ τόν Πέτρο ἔγινε κάτι συναρπαστικό. Τό γεγονός αὐτό πού ἔγινε τότε, τό συνειδητοποίησα μόλις προχθές καθώς ἄκουγα στήν Ἐκκλησία τόν κυρ-Ἀναστάση νά ἐξιστορεῖ γεγονότα τῆς σχέσης του μέ τόν μακαρίτη. Ἀναμόχλευσα τή μνήμη μου μόλις κατανόησα τήν ἁγιότητα τοῦ διά Χριστοῦ σαλοῦ Ἰωάννη καί θυμήθηκα τά ἑξῆς.
Μία ἡμέρα ὁ μακαρίτης, καθώς τοῦ εἶχε φτιάξει κάτι πρόχειρο ἡ μάνα μου νά φάει γύρισε καί μοῦ εἶπε:
− Μαρία, ἄν μάθαινες πώς ὁ ἄνδρας σου ὁ Πέτρος εἶναι βαριά ἄρρωστος καί σέ χρειάζεται, τί θά ἔκανες;
Ἡ ἐρώτησή του μέ ξάφνιασε. Γνώριζα πώς ὁ ἄνδρας μου ἦταν στήν Κομοτηνή. Ὅλα αὐτά τά χρόνια δέν εἶχε πάρει κἄν τηλέφωνο νά ρωτήσει γιά μένα καί τά παιδιά του. Οὔτε οἱ γονεῖς του ἐνδιαφέρθηκαν γιά τά ἐγγόνια τους. Τόσο λοιπόν ὁ Ἀλέξανδρος, ὅσο καί ἡ Χαρά δέν ἤθελαν καθόλου νά ἀκοῦν γιά τόν πατέρα τους. Ἡ μάνα μου μάλιστα τόν θεωροῦσε ὑπεύθυνο καί γιά τό θάνατο τοῦ πατέρα μου, ἀλλά πάντα ἔλεγε: “ ἄς τόν συγχωρήσει ὁ Θεός γιά τό κακό πού μᾶς ἔκανε”…
Πάντως στό μακαρίτη ἀπάντησα ἀμήχανα.
− Δέν ξέρω, Γιάννη. Καί νά ἤθελα νά τόν βοηθήσω δέν θά μποροῦσα, γιατί τά παιδιά μου δέν θέλουν νά ἀκοῦν οὔτε τό ὄνομά του.
− Ἄσε τί κάνουν τά παιδιά. Ἐσύ, θά μπορέσεις νά τόν συγχωρήσεις;
− Ἄν καί μοῦ ἔκανε πολλά, ἐν τούτοις μετά τόσα χρόνια πιστεύω πώς ἦταν ἀνώριμος γιά τό γάμο, ἀλλά καί ἐγώ ἐδῶ πού τά λέμε ἔκανα τότε -λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας- πολλά λάθη καί ἀπερισκεψίες. Μέ τά χρόνια ὅμως μαθαίνεις…
− Ἡ συγχώρεση, Μαρία μου, συντροφεύει καί ἀκολουθεῖ πάντα αὐτούς πού θέλουν νά εἶναι πιστοί στόν Χριστό μας. Ὅποιος λοιπόν εἶναι κοντά στόν Χριστό, μαθαίνει καί τήν σεβαστή ἀκολουθία του, τήν συγχώρεση, τήν ἀγάπη, τό ἔλεος, τήν ὑπομονή, τή θυσία, τήν εὐσπλαχνία… Ἡ συγχώρεση ἀνοίγει τό δρόμο στήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγάπη καί τότε ἔρχεται τό ἔλεος καί ὅλες οἱ εὐλογίες τοῦ καλοῦ Θεούλη μας.
Ἐάν δέν ὑπῆρχε στήν ἀκολουθία τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ἡ μακαρίτισσα ἡ μανούλα μου, ἡ συγχώρεση τότε ὁ κόσμος θά εἶχε καταστραφεῖ. Στό φιλεύσπλαχνο τοῦ Κυρίου μας στηριζόμαστε καί ἐλπίζουμε γιά νά μήν πᾶμε στήν αἰώνια κόλαση.
Νά, Μαρία μου, μία φορά τήν εἶδα (τή συγχώρεση) νά κάθεται δίπλα στόν παπα-Βασίλη. Τήν πλησίασα καί τήν κοιτοῦσα. Ἦταν λαμπερή σάν τόν ἥλιο. Τήν ἐρωτεύτηκα τόσο πολύ καί ἀπό τότε δέν πέρασε ἡμέρα πού νά μήν τήν ἀναζητῶ. Κάθε φορά πού τή βλέπω νά κάθεται στόν παπα-Βασίλη, τῆς ζητῶ τό χέρι. Πόσο θά ἤθελα νά γίνει παντοτινό ταίρι μου. Τό εἶπα μία μέρα καί στόν παπα-Βασίλη καί ἐκεῖνος μου ἀπάντησε “ἡ τρέλα πάει σύννεφο…”. Εἶναι τρελό, Μαρία μου, νά τήν ἀγαπῶ; Νά, τήν ἀγαποῦσε καί ἕνας ἅγιος γέροντας στή Βόρειο Εὔβοια, ὁ π. Ἰάκωβος Τσαλίκης. Τήν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, πού πάντα φρόντιζε, καθώς μιλοῦσε στόν καθένα πού τόν πλησίαζε νά πάρει τήν εὐχή του, νά τήν ἔχει δίπλα του. “Μέ συγχωρεῖτε”, τούς ἔλεγε πρίν τούς πεῖ ὁ,τιδήποτε. Ἔκανε δηλαδή πρῶτα τόπο νά σταθεῖ δίπλα του ἡ βασίλισσα συγχώρεση. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός τοῦ ἔδωκε ἀνάλογο μισθό σάν τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Τόν ἔκανε βασιλιά. Ἔχει τώρα μεγάλη παρρησία στόν Θεό καί πρεσβεύει μέ τή βασίλισσα συγχώρεση γιά ὅλον τόν κόσμο…
Δέν ἤξερες πότε νά παίρνεις σοβαρά τόν μακαρίτη καί πότε νά γελᾶς μαζί του. Ἦταν εὐχάριστος ἀκόμη καί στίς λῦπες… ἄν καί ὁμολογῶ πώς θεωροῦσα αὐτά πού ἔλεγε πολλές φορές ἀκαταλαβίστικα.
Μετά τρεῖς ἤ τέσσερις μῆνες ἀπό τή συζήτηση αὐτή πῆρα ἕνα τηλεφώνημα ἀπό μία ξαδέλφη τοῦ Πέτρου. Μέ πληροφόρησε πώς ὁ Πέτρος πάσχει ἀπό τήν ἐπάρατη νόσο. Μοῦ εἶπε ἀκόμη ὅτι τά δυό τελευταῖα χρόνια μπαινόβγαινε στά νοσοκομεῖα καί ἀπό τίς χημειοθεραπεῖες ἔχει ἐντελῶς καταβληθεῖ. Ὁ λόγος πού μοῦ τηλεφωνοῦσε ἦταν ὅτι θά κατέβαινε γιά νοσηλεία στό ἀντικαρκινικό νοσοκομεῖο τοῦ “ Ἁγίου Σάββα” καί χρειαζόταν βοήθεια. Δέν σᾶς κρύβω πώς ἤθελα νά ρωτήσω πολλά, νά φωνάξω, νά διαμαρτυρηθῶ. Σκέφτηκα νά ἀδιαφορήσω ἀλλά μία ἐσωτερική παρόρμηση μέσα μου μέ παρακινοῦσε νά τοῦ συμπαρασταθῶ.
“Καλά”, εἶπα. “Θά δῶ τί μπορῶ νά κάνω”! Ἔκλεισα τό τηλέφωνο καί χίλιες σκέψεις ἄρχισαν νά μέ βασανίζουν: “ Ἀδιαφόρησε, ὅπως ἔκανε καί αὐτός γιά σένα καί τά παιδιά του. Δέν ἀξίζει νά ἀσχοληθεῖς. Ὅπως ἔστρωσε νά κοιμηθεῖ. Ἐάν μάθουν τά παιδιά ὅτι τοῦ συμπαραστάθηκες θά κάνουν φασαρία…”.
Αὐτή ἦταν ἡ μία πλευρά τῶν σκέψεων. Μία φωνή ὅμως μου ἔλεγε: “ Ἄνθρωπος εἶναι καί ὁ Πέτρος καί μ’ αὐτόν ἔφερες δυό ἀγγελούδια στόν κόσμο. Ὅ,τι καί νά ἔκανε, ἄς εἶναι συγχωρεμένο, ἰδιαίτερα τώρα πού φεύγει ἀπό τή ζωή”.
Ἡ κυρα-Σταμάτα κατάλαβε πώς κάτι μέ βασανίζει καί ρώτησε νά μάθει γιά τό τηλεφώνημα. Δέν ἄντεξα καί ἔβαλα τά κλάματα πέφτοντας στήν ἀγκαλιά της. Τά παιδιά εὐτυχῶς ἔλειπαν. Τῆς ἐξέθεσα τόν προβληματισμό μου καί ἐκείνη μοῦ εἶπε:
− Κόρη μου, εἴμαστε πάνω ἀπό ὅλα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί ὡς Χριστιανοί δίδομε λόγο κάθε ὥρα καί λεπτό στόν Χριστό καί ὄχι σ’ ἀνθρώπους. Μπορεῖ ὁ Πέτρος νά σοῦ φέρθηκε ἄσχημα, ἀλλά ἐσύ ἔχεις ἱερό καθῆκον νά τόν συγχωρέσεις καί ὅσο μπορεῖς νά τόν βοηθήσεις. Νά, πᾶρε καί ἀπό μένα 10.000 δρχ. γιά τόν Πέτρο. Δέν εἶναι μάλιστα ἀνάγκη νά τό μάθουν τά παιδιά, ἄν καί καλό θά ἦταν νά βρεθοῦν στό πλάι τοῦ πατέρα τους τώρα πού ὑποφέρει…
Ἡ μάνα μου, πρέπει νά ὁμολογήσω, εἶχε ριζικά ἀλλάξει. Στήν ἀλλαγή της εἶχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο ὁ μακαρίτης, ὁ ὁποῖος διάβαζε συχνά μαζί της τό Ψαλτήριο!
Πῆγα λοιπόν στό νοσοκομεῖο καί τόν ἀναζήτησα. Βρῆκα ἔξω ἀπό τό δωμάτιο πού νοσηλευόταν τήν ἀδελφή του μέ τόν ἄνδρα της καί μία ξαδέλφη του. Ξαφνιάστηκαν μέ τήν παρουσία μου. Δέν περίμεναν πώς θά δείξω ἐνδιαφέρον. Ἔμαθα πώς ὁ Πέτρος ἀπό τό διαζύγιο καί μετά ἔπεσε στήν χαρτοπαιξία καί τό ποτό. Δέν ἔκανε οἰκογένεια καί συντηρεῖτο ἀπό ἕνα μικρό εἰσόδημα πού ἐξοικονομοῦσε ἀπό ἐνοίκια πού λάμβανε γιά τά χωράφια. Καί οἱ δυό γονεῖς του εἶχαν πεθάνει. Ἡ ἀδελφή του εἶχε ἀναλάβει τή φροντίδα του τά τελευταῖα χρόνια. Τούς εἶπα ἐν ὀλίγοις καί τά δικά μου καί τούς ρώτησα γιά τήν κατάστασή του.
− Ὁ Πέτρος τούς τελευταίους μῆνες σ’ ἀναζητᾶ ἐπιμόνως, Μαρία. Γι’ αὐτό σοῦ τηλεφώνησα. Φοβᾶμαι, ὅμως, μήπως, ὅταν σέ δεῖ, χειροτερέψει ἀπό τή συγκίνηση, εἶπε ἡ Χρυσούλα, ἡ ξαδέλφη του.
− Ἄς τήν νά πάει νά τόν δεῖ, πετάχτηκε ὁ γαμβρός του.
“Παναγία μου βοήθησέ με”, ψιθύρισα μπαίνοντας στό δωμάτιο. Μέ τό πού εἶδα τόν Πέτρο, δέν κρατήθηκα. Ἄρχισα νά κλαίω. Τόν ἀσπάστηκα καί τοῦ κράτησα τό χέρι στήν ἀγκαλιά μου εὐχόμενη νά κάνει κουράγιο. Δέν σᾶς κρύβω πώς, ἄν τόν ἔβλεπα στό δρόμο, δέν θά τόν γνώριζα. Εἶχαν ἐντελῶς ἀλλοιωθεῖ τά χαρακτηριστικά του.
Τά μάτια του βούρκωσαν καί μέ δυσκολία ἄκουσα νά μοῦ λέει:
− Συγχώρα με, Μαρία! Σοῦ ἔκανα μεγάλο κακό. Τά παιδιά πῶς εἶναι, ἡ μάνα σου, ὁ πατέρας σου;
− Μία χαρά εἶναι ὅλοι, ἀπάντησα ἀμήχανα. Τοῦ ἀπέκρυψα τό θάνατο τοῦ πατέρα μου γιά νά μήν τόν στεναχωρήσω. Μέ τρεμάμενη φωνή ἄρχισε νά ἀπολογεῖται.
− Ἤμουν μέθυσος καί πραγματικό ρεμάλι τῆς κοινωνίας. Δέν ἤθελα νά μέ δοῦν ἔτσι τὰ παιδιά μου, οὔτε καί ἐσύ Μαρία. Ἤθελα νά μείνει ἡ εἰκόνα τῶν πρώτων χρόνων. Γι’ αὐτό δέν ἐπικοινωνοῦσα. Ἀλλά πάντα σᾶς ἀγαποῦσα. Κάτι χωραφάκια καί τό πατρικό πού κληρονόμησα ἀπό τούς γονεῖς μου τά ἔχω γράψει στά παιδιά. Θέλω νά φύγω ἥσυχος ἀπό τόν κόσμο τοῦτο.
− Μήν τά σκέφτεσαι αὐτά Πέτρο. Κοίταξε νά ἀνακτήσεις τήν ἐλπίδα. Θά βοηθήσει καί ὁ Θεός νά γίνεις καλά.
− Ἡ ἐλπίδα ἔσβησε ἀπό τότε πού ὁ πειρασμός μέ ἀπομάκρυνε ἀπό κοντά σας. Ἀπό τότε πού ὁ ἐγωισμός μέ τύφλωσε καί ἔγινε αἰτία νά καταστρέψω τήν οἰκογένειά μας.
Εἴπαμε πολλά ἀκόμη μέσα σέ ἐλάχιστο χρόνο. Ἔβλεπα ὅμως πώς πονοῦσε καί δυσκο- λευόταν καί δέν ἔμεινα πολύ. Ἔδωσα κρυφά στήν Χρυσούλα ἕνα φάκελο μέ 50.000 δρχ. καί τῆς εἶπα ὅ,τι ἄλλο χρειαστεῖ, μήν διστάσουν νά τηλεφωνήσουν. Κάθε μέρα μόλις εὕρισκα εὐκαιρία πήγαινα στό νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροί μέ ἐνημέρωσαν πώς ὑπῆρχαν ἀλλεπάλληλες μεταστάσεις τῆς νόσου καί δέν ἔδιδαν πλέον πολύ χρόνο ζωῆς. Τώρα μ’ ἀπασχολοῦσε τί θά ἔκανα μέ τά παιδιά. Ὁ Πέτρος μοῦ ζητοῦσε ἐπιμόνως νά τά δεῖ. Ἡ μητέρα μου εἶπε νά ἀφήσω τό θέμα τοῦτο στόν Θεό.
Πραγματικά, ἕνα ἀπόγευμα πού τηλεφώνησε στό σπίτι ἡ Χρυσούλα ἀπάντησε ἡ Χαρά. Ἡ Χρυσούλα βρῆκε εὐκαιρία καί τῆς εἶπε ποιά ἦταν καί στή συνέχεια τῆς μίλησε γιά τήν ἀσθένεια τοῦ πατέρα της καί τήν ἐπιθυμία του πρίν πεθάνει νά τά δεῖ. Ἐκείνη πῆρε τόν Ἀλέξανδρο καί πῆγαν στό νοσοκομεῖο. Συμπεριφέρθηκαν στόν πατέρα τους σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτε, ἐνῶ ὁ Πέτρος τά φιλοῦσε καί τούς ζητοῦσε συνεχῶς νά τόν συγχωρέσουν γιά τή συμπεριφορά του. Μία ἑβδομάδα μετά καί τή συνάντησή του μέ τά παιδιά, ὁ Πέτρος ἔφυγε πρός τόν οὐρανό χαρούμενος, ἀφοῦ πρῶτα ἐξομολογήθηκε στόν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου καί ἔλαβε τή Θεία Κοινωνία. Στήν κηδεία του βρεθήκαμε ὅλοι ὡς οἰκογένεια. Μόνο ἡ μάνα μου δέν μπόρεσε νά ἔρθει λόγῳ τῶν σοβαρῶν προβλημάτων ὑγείας πού ἀντιμετώπιζε.
Τώρα λοιπόν πού ἀναμόχλευσα τίς παλιές θύμισες ἔφερα στό προσκήνιο τά λόγια καί τίς προτροπές τοῦ τρελο-Γιάννη, πού βοήθη- σαν στήν ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς μου… Δέν θά εἶχα καταφέρει στ’ ἀλήθεια νά λειτουργήσω ἔτσι, ἐάν δέν μέ προετοίμαζε κα- τάλληλα».
(Ἀπόσπασμα ἀπό τὸ βιβλίο τοῦ Διονύση Μακρῆ «Ὁ Τρελογιάννης τομ. Β’» Ἐκδόσεις «Ἀγαθός Λόγος»)
Ευχαριστούμε που μας παρουσιάζετε αυτές τις σπουδαίες αποκαλύψεις. Μακάρι να υπήρχε σε κάθε γειτονιά ένας άγιος άνθρωπος να δείχνει το δρόμο στον καθένα μας.
Η συγχώρεση είναι θείο δώρο.Μακαρι οι άνθρωποι να μπορούσαν να συγχωρούν.Δυστυχως όμως στις μέρες μας υπάρχει εγωισμός.Ποσο πιο όμορφος θα ήταν ο κόσμος όταν θα έλειπαν τα πάθη και ο εγωισμός.Οταν θα υπήρχε αγάπη.Μακαριοι αυτοί που μπορούν να συγχωρούν.