Ὅσοι ζήσαμε κοντά του καὶ τὸν γνωρίσαμε στὴν καθημερινότητά του συνειδητοποιήσαμε ἔστω καὶ ἀργά, καὶ τὸ λέγω γιὰ τὸν ἑαυτό μου πρωτίστως, τὸ οὐράνιο δῶρο ποὺ μᾶς ἔστειλε ὁ οὐρανός. Γιατί γιὰ ἐμᾶς ὁ παππούλης τοῦ Ὁσίου Δαυίδ, ὁ μεγάλος ἀσκητὴς τῆς Εὔβοιας, ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὑπῆρξε τὸ στήριγμα στὶς δοκιμασίες μας, ἡ παρηγοριὰ στὸν πόνο μας, ἡ ἐλπίδα στὸ πρόβλημά μας, ἡ προστασία σὲ κάθε δυσκολία. Ἀλλὰ μήπως ἔπαψε καὶ τώρα νὰ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπου κατὰ τὸν πατέρα Παναγιώτη, τὸν εὐλαβῆ λευΐτη τῶν εὐλογημένων βουνῶν τῶν Ἀγράφων, ἔχει μεγάλη παρρησία στὸν Θεό. Τόσο κατὰ τὴν ἐφήμερη ζωή του, ὅσο καὶ στὴν αἰωνιότητα, στὸν Παράδεισο ποὺ ζεῖ σήμερα δὲν ἔπαψε νὰ μᾶς διδάσκει μέσα ἀπὸ χιλιάδες θαύματα τὴν ἀρετὴ ταπείνωση. Τὴν ἀρετὴ ποὺ ἀνοίγει διάπλατα τὴν θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ ἀφιέρωμα διὰ τῆς εὐλογημένης χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ συνεργάτη καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ Χαραλάμπους Μπούσια, ἦρθε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ἕνα προσωπικὸ ἀμιγὲς διαχρονικό βίωμα ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας «Στύλος Ὀρθοδοξίας» καὶ ἀφορᾶ τὰ συνεχῆ ἐξ οὐρανοῦ δῶρα, ποὺ ἐκλαμβάνουμε σὲ κάθε ἔκδοσή της. Ὡς ἐξ οὐρανοῦ δῶρο ἐκλαμβάνουμε τὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸν ἅγιο τῆς καρδιᾶς μας, τὸν Ὅσιο Ἰάκωβο Τσαλίκη. «Μὲ συγχωρεῖτε» ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ μου Χαράλαμπε ἀλλὰ καὶ σεῖς ἀναγνῶστες τῆς ἐφημερίδας ἀλλὰ θεώρησα ἀναγκαιότητα νὰ μοιραστῶ μαζί σας τὸ πῶς αἰσθάνθηκα ὅταν ἔλαβα τὸ μήνυμα τοῦ ἀγαπητοῦ Χαραλάμπη Μπούσια. Κι αὐτό γιατί ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος κοιμήθηκε ἀνήμερα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας 21 Νοεμβρίου μέ τό νέο Ἡμερολόγιο, 8 Νοεμβρίου τῶν Ταξιαρχῶν μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 22 Νοεμβρίου. Δ.Μ.
Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
ΜΕΡΟΣ Α
Ὁ δίαυλος ἐπικοινωνίας τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου μὲ τὸν οὐρανὸ ἦταν συνεχῶς ἀνοικτός. Ὁ Ὅσιος Γέροντας παρέμενε συνδεδεμένος μὲ τὰ οὐράνια σκηνώματα «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ». Ζοῦσε στὴν γῆ, ἀλλὰ εἶχε τὸ πολίτευμα στὸν οὐρανό. Ζοῦσε τὸ θαῦμα, ἕνα διαρκὲς θαῦμα, καὶ μαζί του ζούσαμε καὶ ἐμεῖς κοντά του θαυμαστὰ σημεῖα. Καὶ ὅταν μᾶς διηγεῖτο κάποιες θαυμαστὲς προσωπικές του ἱστορίες τὶς ἔλεγε μὲ τόση φυσικότητα, σὰν νὰ μὴν παραξενευόταν γι’ αὐτὰ τὰ βιώματα του. Ὅσα γιὰ ἐμᾶς φαίνονταν παράδοξα καὶ θαυμαστὰ γιὰ ἐκεῖνον ἦταν φυσιολογικά, ἦταν μέρος τῆς καθημερινῆς του ζωῆς. Ἐμεῖς ἀκούγαμε καὶ μὲ τὴν φαντασία προσπαθούσαμε νὰ ζήσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔλεγε καὶ ποὺ μέσω αὐτῶν μᾶς μετέφερε σὲ ἄλλες σφαῖρες, σὲ ἄλλες καταστάσεις καὶ μάλιστα μὲ τὴν εὐγένεια τῶν λόγων του καὶ τὴν μοναδικὴ ἁπλότητα ποὺ τὸν χαρακτήριζε. Ἡ φράση «Μὲ συγχωρεῖτε» προηγεῖτο σὲ κάθε συνομιλία του, στὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε σὲ κάθε ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπευθυνόταν.
Ἡ ζωὴ τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου ἔμοιαζε μὲ τὴν ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν, ὅπως μᾶς τὴν περιγράφει στὶς «Πράξεις» ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
«Εἶχον ἅπαντα κοινὰ καὶ τὴν ψυχὴν μίαν» (Πραξ.β΄ 44). Δηλαδή, ὡς πρὸς τὰ συμβατικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα, ἦσαν ἀνώτεροι καὶ ἀνέμελοι καὶ μὲ χαρὰ μοιράζονταν τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν, ὡς πρὸς δὲ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ αἰσθήματα συνταυτίζονταν. Καὶ «ἦσαν ὁμοθυμαδόν» (Πράξ. β´ 46) δηλαδὴ ζοῦσαν, θὰ λέγαμε σήμερα, κοινοβιακά, μὲ πλούσια αἰσθήματα ἀγάπης, προσανατολισμένα ὁλοκάρδια στὴν ἐπικοινωνία, «ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας» (Πράξ. β´ 46).
Ὁ Γέροντας ζοῦσε μὲ ἀφελότητα καρδίας, δηλαδὴ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ περνᾶ ἀπὸ τὶς σκέψεις του δεύτερος πονηρὸς λογισμὸς γιὰ τὰ λεγόμενα τῶν ἄλλων. Ἦταν ἄδολος, ἁγνός, δοσμένος σ᾿αὐτὸ τὸ παραδείσιο βίωμα τῆς εἰλικρίνειας, τῆς ἀθωότητος, τῆς αὐτοπροσφορᾶς. Ζοῦσε, λοιπόν, μὲ ἁπλότητα, καὶ ἦταν, ὅπως ἐκεῖνοι «προσκαρτερῶν τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς» (Πράξ. β´ 42). Μὲ ἐπιμονὴ ἦταν ἀφοσιωμένος σὲ τέσσερα πράγματα, τὰ ὁποῖα τοῦ γέμιζαν τὴν ζωὴ καὶ τὸν ἔφερναν σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό μας, τὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς του καὶ ἐφετὸ κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ, τὴν ὄντως χαρά, τὸ φῶς, τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἀνάσταση ὅλων μας.
Πού, λοιπόν, προσκαρτεροῦσε ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος καὶ ζοῦσε εἰρηνικὰ καὶ χαρούμενα;
Πρῶτον στὴν διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ στὴν ἐμβάθυνση στὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὰ ὁποῖα ἔμπαιναν μέσα στὴν καρδιά του μὲ τὴν χάρη τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Δεύτερον στὴν κοινωνία τῶν προσώπων, δηλαδὴ στὴν ἐπικοινωνία μὲ ἄλλους χριστιανούς, ἀφοῦ ὁ Γέροντας, ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ὡς κοινωνικὸ ὅν, εἶχε ἀνάγκη πνευματικῆς ἐπικοινωνίας. Ἐπικοινωνίας, ὅμως, πνευματικῆς, ποὺ δὲν σκόρπιζε τὸν νοῦ οὔτε σπαταλοῦσε σὲ ἄσκοπα πράγματα τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του, γιὰ τὴν χρήση τοῦ ὁποίου γνώριζε ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸν Θεό μας. Ἡ ἐπικοινωνία του στηριζόταν στὸ “ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει ἢ φεῦγε”, κατὰ τὴν ρήση τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰωάννου, τοῦ Δομβοΐτου.
Τρίτον στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, δηλαδὴ στὴν ἱκανοποίηση τῶν τροφικῶν ἀναγκῶν. Γνώριζε καλὰ ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ἀφοῦ σύγκειται ἀπὸ σάρκα καὶ πνεῦμα, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δύο τροφές· πνευματικὴ καὶ σωματική. Γι’ αὐτὸ ἔδινε ἔμφαση στὴν πνευματικὴ τροφὴ μεριμνώντας, ὅμως, ταυτόχρονα καὶ γιὰ τὶς ὑλικές. Σὲ κάθε ἐπισκέπτη παρέθετο τράπεζα καὶ ἂς μὴν ἔτρωγε ὁ ἴδιος. Γνώριζε ὅτι γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὴν πνευματικὴ παρηγορία τῶν ἄλλων ὄφειλε νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν παρηγορία τῆς σάρκας, ἀφοῦ τὸ δυφυὲς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ζητᾶ ἱανοποίηση καὶ τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ στομάχου. Ἔτσι, δὲν ἔμενε σὲ εὐχολόγια. Τί νὰ τὴν κάνει κανεὶς μόνο τὴν εὐχή, ὅταν τὸ στομάχι διαμαρτύρεται;
Καὶ τέταρτον ὁ Ὅσιος Γέροντας προσκαρτεροῦσε στὴν προσευχή, αὐτὴν ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν δωρεοδότη μας Χριστό, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχεται “πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον” (Ἰάκ. α΄ 17). Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ἠλεκτροφόρο καλώδιο ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὴν πηγὴ τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος, μὲ τὸν πίνακα τοῦ οὐρανοῦ. Ἂν δὲν τὸ βάλουμε στὴν πρίζα τῆς καρδιᾶς μας φῶς καὶ δωρεὲς οὐρανοῦ δὲν βλέπουμε.
Ἦταν συνόμιλος Ἀγγέλων
Ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων στὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Γέροντος, γιὰ ἐμᾶς ἀκατανόητη, γιὰ ἐκεῖνον φυσιολογική, προεμήνυε τὴν συνύπαρξή του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους μετὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ κοινοῦ του χρέους, τὴν μεταδημότευσή του γιὰ τὴν γειτονιὰ τῶν ἀγγέλων.
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ οἱ πανένδοξοι Ταξιάρχες δείχνουν τὴν παρουσία τους στοὺς καθαροὺς καὶ ἁγνοὺς φίλους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀκόμη καὶ στὴν δυσχείμερη ἐποχή μας. Ἄλλωστε, εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α΄ 14)
Μὲ τὴν χριστομιμησία του, ὁ πιστὸς καὶ σεμνὸς ἀσκητὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ὁ Ὅσιος Ἰακωβος, κατάφερε νὰ συναντήσει τὸν Σωτῆρα του, γιὰ νὰ προσκολληθεῖ σὲ Αὐτόν, νὰ συνδεθεῖ ὑπαρκτικὰ μαζί του, νὰ γίνει ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματός Του. Προοδευτικὰ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωή του μεταποιήθηκε σὲ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ὁποία συνοψίσθηκε στὴν παύλεια ἀναφώνηση: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνιζόταν πνευματικῶς καὶ ζοῦσε τὴν πνευματέμφορη ἐκκλησιαστικὴ πολιτεία. Βίωνε ἐσχατολογικὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του, τὴν θωράκιζε μὲ τὴν στίλβη τῆς ἀφθορίας καὶ τῆς ἀθανασίας, προγευόμενος τὴν δόξα τῆς Βασιλείας, ἀφοῦ πρόγευση τῆς Βασιλείας ἦταν ἡ ἰσαγγελικὴ ζωή του, ἡ ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους τοῦ νοητοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας στερεώματος.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ
Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος δὲν ἀξιώθηκε μόνο νὰ βλέπει ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους στὴν ἁγία Τράπεζα. Εἶδε καὶ ἐκτὸς Λειτουργίας τὸν ἀρχιστράτηγο Μιχαὴλ νὰ τοῦ δίνει ὁδηγίες γιὰ τὸ κτίσιμο ναοῦ του. Καὶ αὐτὸ πρὶν ἀκόμη γίνει ἡγούμενος δείχνοντας ὅτι αὐτὸς εἶχε ἤδη φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ εἶχε θεοσημεῖες ἀπὸ τὸ πρῶτα ἀσκητικά του χρόνια, γιατὶ ὄχι καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά!
Τὸ 1961 ὁ πατὴρ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν τότε ἡγούμενο ἀπεφάσισαν νὰ κτίσουν ἕνα ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Ὁ ἡγούμενος ἐπέλεξε τὸν τόπο καὶ ὁριοθέτησε τὴν περιοχή.
Τὴν νύχτα, ὅμως, ἐμφανίσθηκε στὸν πατέρα Ἰάκωβο ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ χρυσὸ σπαθί, ὑψηλός, ξανθὸς καὶ ὡραῖος, ὅπως ὁ Γέροντας μᾶς τὸ διηγήθηκε, καὶ τοῦ εἶπε: -Εἶμαι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κτισθεῖ ὁ ναός μου ἐκεῖ ποὺ σημαδέψατε, ἀλλὰ ἐδῶ ποὺ θὰ σᾶς δείξω.
Καὶ ἀμέσως ἔσκυψε, πῆρε τὰ πασσαλάκια ποὺ εἶχε τοποθετήσει ὁ ἡγούμενος καὶ τὰ μετέφερε σὲ ἄλλη περιοχή, ὅπου καὶ τὰ βρῆκε τὸ πρωῒ ὁ ὅσιος Γέροντας. Μάλιστα μὲ ὑπόδειξη πάλι τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ποὺ ἐμφανίσθηκαν ξανὰ στὸν πατέρα Ἰάκωβο, ὁ ναὸς κτίσθηκε μὲ ὑλικά, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, ἀλλὰ ποὺ μὲ τὴν μεσολάβησή του, δωρήθηκαν ἄφθονα ἀπὸ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀπαιτούμενη ἄμμο ὁ παρακείμενος ποταμὸς πλημμύρισε καὶ κατέβασε τόση, ὅση χρειαζόταν γιὰ τὸ κτίσιμο καὶ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ ναοῦ.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τιμᾶται στὸ Μοναστήρι κάθε χρόνο στὶς 6 Σεπτεμβρίου, μαζὶ μὲ τὸ “ἐν Χώναις θαῦμα” τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ μάλιστα μὲ εἰδικὴ πρὸς τοῦτο Ἀκολουθία κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ διαδόχου τοῦ Ὁσίου, χαριτωμένου καὶ αὐτοῦ, Γέροντος Κυρίλλου.
Ἄγγελοι τοῦ φώτιζαν τὸν δρόμο.
Ἕνα χειμωνιάτικο ἀπομεσήμερο μὲ βαριὰ καταχνιὰ ὁ Γέροντας κατὰ τὴν συνήθειά του τελείωσε νωρὶς τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν οἱ ἄλλοι συμμοναστές του ἔφυγε ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ γιὰ τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ. Ἐκεῖ σύχναζε καὶ προσευχόταν ὅλο τὸ βράδυ. Τὸ πρωῒ πρὶν ξημερώσει ξεκινοῦσε πάλι γιὰ νὰ εἶναι στὴν ὥρα του στὸ Μοναστήρι γιὰ τὶς πρωϊνὲς Ἀκολουθίες χωρὶς νὰ δίνει στόχο στοὺς συμμοναστές του γιὰ τὶς βραδυνὲς πνευματικές του ἐπιδόσεις.
Μᾶς διηγήθηκε ἐντελῶς ἁπλᾶ ὅτι ξεκίνησε ἕνα χειμωνιάτικο δειλινὸ γιὰ τὴν συνηθισμένη του πορεία πρὸς τὸ σπηλαιῶδες ἀσκητήριο.
-Μὲ συγχωρεῖτε, μόλις ἀπομακρύνθηκα, μᾶς εἶπε, λίγο ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ἡ καταχνιὰ ἔγινε τόσο πυκνὴ ποὺ δὲν ἔβλεπα μπροστά μου. Τὸ πευκόδασος ἦταν ἐπίσης πυκνὸ καὶ περπατοῦσα μὲ τὰ χέρια μπροστά, γιὰ νὰ μὴν κτυπήσω πουθενά. Ἔλεγα τὴν εὐχὴ καὶ παρακαλοῦσα τὸν Ἅγιο Δαβὶδ νὰ μοῦ φωτίσει τὸν δρόμο. Σὲ λίγο, ὅμως, μὲ ἔπιασε ἀγωνία. Οὔτε νὰ ἐπιστρέψω πίσω μποροῦσα, γιατὶ δὲν ἔβλεπα τίποτα. Προχωρώντας προσεκτικὰ κτύπησα σὲ ἕνα δένδρο. Ἄλλαξα λίγο πορεία, ἀλλὰ ἄλλο δένδρο βρέθηκε μπροστά μου. Ἀπόκαμα. Γονάτισα καὶ προσευχήθηκα. Ἅγιε Δαβίδ μου, εἶπα, θὰ μὲ ἀφήσεις μόνο μου μέσα στὴν νύχτα. Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράστασή σου στὸν ἀγώνα μου;
Τότε ἦρθε ἡ ἐξ ὕψους βοήθεια. Ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι ἄναψε μπροστά μου καὶ μοῦ φώτιζε τὸν δρόμο μέχρι ποὺ ἔφθασα στὸν προορισμό μου. Περπατοῦσα «ἐπὶ πτερύγων ἀγγέλων». Ὅπως ἄλλοτε στὸν ὁδοιπόρο Τωβία ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν Ἀρχάγγελο Ραφαὴλ νὰ συνοδοιπορήσει, ἔτσι καὶ τότε μοῦ ἔστειλε φωτόμορφο ἄγγελο νὰ μοῦ φωτίζει τὸν δρόμο καὶ νὰ διαλύσει τὴν καταχνιὰ τόσο τῆς χειμωνιάτικης ἡμέρας ὅσο καὶ τῆς ὀλιγοπιστίας μου.
Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Γέροντας μεμφόταν τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν φανεῖ στὰ μάτια μας ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.